Εικόνες που αγαπώ.
Συνεχίζω να περπατώ. Δεν μπορώ να κάνω αλλιώς.
Η αποχή μου είναι καμιά φορά πολυήμερη. Χρειάζεται κι αυτή. Όταν οι δρόμοι είναι καυτοί, ή όταν τα πόδια είναι απρόθυμα. Ακόμη και όταν το μυαλό έχει γεμίσει από εικόνες και δεν θέλει άλλες. Χρειάζεται χρόνο κανείς να χωνέψει το βίωμά του. Χρειάζομαι χρόνο για να χωνέψω όσα με ακολουθούν στο περπάτημά μου. Γιατί με ακολουθούν. Τα ακίνητα κτίρια με ακολουθούν. Οι δρόμοι με ακολουθούν. Οι περαστικοί με ακολουθούν. Τα σπασμένα κλαδιά, οι αδέσποτοι σκύλοι, τα παιδιά με τα ποδήλατα, οι μέλισσες που απέμειναν, οι πολύχρωμες πεταλούδες, τα μηχανάκια με την πειραγμένη εξάτμιση, οι ηλικιωμένοι τουρίστες, οι αμπελουργοί και η μυρωδιά μούστου που σέρνουν μαζί τους, οι επισκέπτες-κατακτητές του καλοκαιριού, όλα με ακολουθούν όταν βάζω το κλειδί στην πόρτα και την κλείνω πίσω μου.
Μαζί μου μπαίνουν όλα και άλλα πολλά και με παρακολουθούν να βγάζω τα ιδρωμένα ρούχα, να πλένομαι, να φτιάχνω καφέ, να διαβάζω, να σκάβω, να ποτίζω τον κήπο μου, να ερωτεύομαι, να ξε-ερωτεύομαι, να αγαπώ, να σταματώ να αγαπώ, να θυμώνω, να ξυπνάω με πονοκέφαλο, να πονάω επειδή το παράκανα στις δουλειές ή ακόμη και στο περπάτημα.
Μαζί μου είναι όλες οι εικόνες που συναντώ και μέχρι να τις διώξω από το σπίτι μου- δεν χωράμε τόσοι συγκάτοικοι σε ένα σώμα- μέχρι να καταφέρω να τις ξεδιαλύνω, πρέπει να πάψω για λίγο να περπατώ στους δρόμους.
Οι ώρες του ξεδιαλέγματος είναι οι ώρες που αγαπώ περισσότερο την μικρή μου πόλη. Τότε που βάζω στην σειρά τα ορόσημά της. Τον πύργο του Σούτου και τον κόκκινο Πύργο στο Ινώ, τον Πλάτανο και το συνεργείο Φαγά, την στροφή για Γάγγου και την ταβέρνα του Κοπανά, τις παλιές καπναποθήκες, το λιοντάρι στην πλατεία, το θέατρο του Αι- Γιαννάκη, την στροφή για την Ταξιαρχία, το Μαλαγάρι και τις μαούνες, την Καθολική Εκκλησία και το γκρεμισμένο Ξενία .
Aγαπώ τις γάτες που στέκονται στην άκρη της στέγης σαν ζωντανά ακροκέραμα Τις δύο φίλες που κάθε πρωί προχωρούν αγκαζέ για βουτιά, ενδεδυμένες την φιλία μιας ολόκληρης ζωής. Την πιτσιρικαρία που κάθε χρόνο συναντιέται στον δρόμο προς την θάλασσα και τα μακροβούτια. Αγαπώ τους περαστικούς που ταΐζουν τα περιστέρια στην παραλιακή της πόλης. Την κυρία Μαρίτσα που κουβαλά γατοτροφή για τα αδέσποτα κάθε γειτονιάς. Τους επισκέπτες του καλοκαιριού που κουβαλούν μια αγάπη παντοτινή για τον παιδικό τους τόπο και τον κοιτούν με την ίδια έκθαμβη ματιά της ανήλικης αθωότητας. Αγαπώ τα μποστάνια δίπλα στις ελιές. Τα λουλούδια που φυτρώνουν εκεί που δεν τα σπέρνουν. Αγαπώ την συκιά που φύτρωσε στον τοίχο της περιμετρικής οδού και τις απόκοσμες μορφές των ασβεστολιθικών πετρωμάτων. Αγαπώ τα ακούραστα τζιτζίκια του θέρους και τα πρωτοβρόχια του αποχαιρετισμού του.
Αγαπώ τα γκρίζα σύννεφα του χειμώνα μα πιο πολύ τις αχτίδες που τρυπώνουν ανάμεσά τους, κάνοντας θυρανοίξια στο φως. Αγαπώ όλους τους διαβάτες που αγαπούν τους δρόμους της μικρής μας πόλης. Αγαπώ όσους αγαπούν την μικρή μας πόλη. Γιατί αγαπώ την μικρή μας πόλη…