Η πόλη γλείφει τις πληγές της σε μια απέλπιδα προσπάθεια να τις ξεχάσει. Μαντρώνει τα συντρίμμια από τον σεισμό και υποκρίνεται ότι δεν συνέβη.
Παρακάμπτω με δυσκολία αγαπημένα στενά δρομάκια όπου κάποτε, στην προ σεισμού εποχή, χάζευα με τις ώρες τα παλιά εγκαταλελειμμένα κτίρια και συχνά έμπαινα μέσα από σπασμένες πόρτες και παράθυρα, διακινδυνεύοντας τραυματισμούς, μόνο για να οσφρανθώ την ιστορία τους και την ιστορία των ανθρώπων που κάποτε κατοίκησαν εκεί. Τώρα όχι πια.
«Τίποτε δεν είδες στην Χιροσίμα». Το φλας μπακ στοιχειοθετεί μια υποκειμενική αίσθηση των γεγονότων ανάλογα με το πώς τα βίωσες. Η ιστορία του σεισμού στο νησί μου, μου θυμίζει την ταινία «Χιροσίμα αγάπη μου» όπου ο Ιάπωνας πρωταγωνιστής προσπαθεί να εξηγήσει στην γαλλίδα ερωμένη του πως όσα ισχυρίζεται ότι είδε στην Χιροσίμα μετά την μεγάλη καταστροφή δεν είναι η πραγματική διάσταση της τραγωδίας σε σχέση με το δικό του βίωμα, την δική του απώλεια. Κι έτσι κάθε φορά που κάποιος επισκέπτεται τη Σάμο με τον νου του σε εικόνες καταστροφής- πρωθύστερης κατά κάποιο τρόπο αφού οι εικόνες στο δικό του μυαλό έχουν φτιαχτεί και υπαγορεύουν αυτά που ο ίδιος εκτιμά ότι θα αντικρύσει- νιώθω πώς πρέπει να του πω κατ` αναλογία κι εγώ: «Τίποτε δεν είδες στην Σάμο».
Οι χαίνουσες πληγές, τυλιγμένες στο μέτρο του δυνατού, από τις διορθωτικές παρεμβάσεις, τα μπάζα που έχουν απομακρυνθεί, οι πληγές στα οδοστρώματα που μπορεί να εξηγηθούν και από την αιώνια μάστιγα της κακοτεχνίας, οι καταπτώσεις βράχων που μπορούν να αποδοθούν στην μανία της φύσης, τα κοντέινερ στις αυλές των σχολείων που θα μπορούσαν να είναι και επέκταση των σχολικών συγκροτημάτων στα μάτια ενός επισκέπτη, όλα όσα εμένα μου θυμίζουν ό,τι συνέβη και ό,τι ακολούθησε, περνούν από τον παραμορφωτικό φακό της υποκειμενικότητας και του μη βιώματος και γίνονται κάτι άλλο, κάτι λιγότερο – ευτυχώς- τρομακτικό.
Κι αν στον κινηματογράφο το φλας μπακ συχνά υποδηλώνεται με το παγωμένο γκρο πλαν στον πρόσωπο του πρωταγωνιστή, νιώθω ότι βλέπω το κοντινό είδωλο του εαυτού μου να αναβιώνει τις στιγμές με λιγότερη ένταση κάθε φορά, με λιγότερo καταστρεπτική αίσθηση κάθε φορά, ίσα να αποδείξω ότι ο χρόνος και το ένστικτο επιβίωσης πάντα λειτουργούν θεραπευτικά και κυρίως στις μεγάλες καταστροφές. Στις μικρές ήττες είναι που δεν μπορεί ο χρόνος να κερδίσει τη μάχη. Αυτές οι στιγμές έρχονται και ξανάρχονται επιθετικά, εκβιαστικά, ισοπεδωτικά να μαυρίσουν την εικόνα, να επιβάλλουν το ασπρόμαυρο σαν μόνη επιλογή, να αφανίσουν το χρώμα.
Περπατώ στο λιμάνι κι αποφεύγω τις ρωγμές του για να μην μου θυμίσουν τις δικές μου και όλων όσων ζήσαμε εκείνη την μέρα. Κάποιοι με τον πιο επώδυνο τρόπο, με τον πιο καθοριστικό τρόπο. Σε αυτούς δεν μπόρεσα ποτέ να βρω λόγια παρηγοριάς, με μια ενοχή σχεδόν τους απέφευγα γιατί ένιωθα ότι δεν θα μπορούσα να κρύψω την ανακούφιση που εγώ δεν ήμουν στην θέση τους, που δεν χρειάστηκε να μαζέψω συντρίμμια ή πάντως τόσα συντρίμμια όσα εκείνοι, που εγώ δεν χρειάστηκε να συντριβώ στα χαλάσματα θρηνώντας παρά μόνο με την μεγαλοθυμία του παρατηρητή, αυτού που δεν έχασε αλλά δεν μένει ασυγκίνητος για όσους έχασαν. Αυτή η απόσταση στις μεγάλες καταστροφές ανάμεσα στους θρηνούντες και τους παρατηρητές είναι μια ανισότητα που δεν μπορείς ποτέ να γεμίσεις με λόγια παρηγοριάς παρά μόνο με προβαρισμένες ατάκες που πάντα μοιάζουν υποκριτικές και ανώφελες. Κι έτσι καλύτερα να μην μιλάς. Καλύτερα να αποφεύγεις τους ανθρώπους που γίνονται φορείς του πόνου, που θα πρέπει στο προσωπικό τους φλας μπακ να μαυρίζουν την εικόνα ολότελα σβήνοντας τα ασπρόμαυρα πλάνα γιατί εκεί μέσα το μαύρο έχει φωλιάσει για τα καλά και το φως έχει κρυφτεί για τα καλά επίσης.
Οι πληγές, χαίνουσες ή θεραπευμένες ακολουθούν την ροή του τραυματισμένου σώματος. Η πόλη, όλο το νησί, ένας πολυτραυματίας που ζητά την νοσηλεία του άμεσα όταν τα φάρμακα αργούν. Που ζητά απεγνωσμένα καταπραϋντικά για τον πόνο ενώ οι γιατροί ξέρουν ότι αυτός ο πόνος έχει μακρύ δρόμο μπροστά του και ίσως η διάρκειά του να προκαλέσει περισσότερες πληγές από αυτές που αρχικά δημιουργήθηκαν., Μόνη παραφωνία φωτός η ζωή που ξεφυτρώνει εκεί που οι ρηγματώσεις αφήνουν χάσκουσες τρύπες. Μια αγριοσυκιά φύτρωσε στην ρωγμή στο παρκινγκ ένας θεός ξέρει πώς, κι ύστερα λίγο πιο πέρα και λίγο πιο πέρα, αγριολούλουδα, μαχητές της αιώνιας περιπλάνησης της φύσης, ξεπροβάλλουν ανάμεσα στην άσφαλτο, χαμογελώντας χαιρέκακα που κατάφεραν να νικήσουν για άλλη μια φορά. Δύο φορές πέρασε η άνοιξη από την στιγμή που η πόλη μετρήθηκε με την φύση και δύο φορές νίκησε στα χαλάσματα όπου φυτρώνουν πια μικροί άναρχοι κήποι μακιγιάροντας με τον πιο ανορθόδοξο τρόπο τις πληγές. Καμιά φορά νιώθω ότι έτσι οι πληγές γίνονται πιο τρομακτικές αναμετρώμενες με την απροσποίητη ομορφιά των αγριολούλουδων Άλλες πάλι φορές μουρμουρίζω «που πήγες και ξεφύτρωσε βρε ζαγάρι;» και μιλώ στα αγριόχορτα ειδικά όταν λουλουδιάζουν ανέμελα κλείνοντας το μάτι πονηρά σαν να μας λένε «εγώ πάντα ήμουν και πάντα θα είμαι».
«Τίποτε δεν είδες στην Χιροσίμα» μονολογώ όσο ακούω τους διαλόγους των επισκεπτών του πρώτου καλοκαιρού μετά. «Δεν το καταλαβαίνεις αν δεν το ξέρεις» λέει μια γηραιά κυρία, που καθώς καταλαβαίνω το σπίτι της διεσώθη από τον κακότροπο Εγκέλαδο. «Τίποτε δεν είδες στη Χιροσίμα» θέλω να της πω μα ξεχνώ πως το δικό της φλας μπακ δεν έχει εικόνες ρωγμών, δεν έχει τρομαγμένες φωνές παιδιών, δεν έχει αγωνιώδη μαρσαρίσματα γονιών που ψάχνουν τα παιδιά τους και κυρίως δεν έχει την άηχη συντριβή αυτών που τα βρήκαν στα χαλάσματα.
Την δική τους Χιροσίμα είναι που σέβομαι και δεν απαντώ στα λόγια της κυρίας, τυχαίος ωτακουστής εγώ της δικής της ανακούφισης που θα ήθελα με χαιρεκακία να επιστρέψω με κακόβουλα σχόλια για όσους πόνεσαν μα συνέρχομαι και νιώθω χειρότερη από εκείνη καθώς θέλω να εκβιάσω την επέκταση του πόνου, λες και αναλογεί στον καθένα τον ίδιο βάρος, λες κι εγώ δεν έχω λιγότερο από όσους έχασαν λες κι εκείνη δεν έχει χάσει κάποια άλλη φορά, σε κάποια άλλη Χιροσίμα.
Το βίωμα δεν μοιράζεται, δεν είναι πίτα που βγήκε από το φούρνο να πάρουν όλοι ένα κομμάτι από την ίδια γεύση, υπενθυμίζω στον εαυτό μου και νιώθω πως αν κάτι έχει σημασία είναι να μην τρώμε όλοι την ίδια πίτα, να ανακατεύονται οι γεύσεις στα στομάχια των ανθρώπων να έχει νόημα που διαφορετικά αγριόχορτα φυτρώνουν σε διαφορετικά χαλάσματα. Κοιτώ τις φωτογραφίες με τα έγχρωμα σύμβολα στα πληγωμένα κτίρια. Χ και Ο σημαδεύουν τις εισόδους σαν να αρκεί ένα γράμμα να ορίσει αν οι ζωές μπορούν να συνεχίσουν στους ίδιους τόπους. Στα ίδια δωμάτια που κουβαλούν μυρωδιές, μνήμες, τσακωμούς, χαρές, έρωτες, γεννήσεις και θανάτους, καυγάδες και πικρά λόγια, παιδικά παραμύθια και απώλειες. Τώρα ένα Χ ή ένα Ο θα αποφασίσει αν θα συνεχίσουν να ζουν οι άνθρωποι, οι μνήμες, οι αδικαίωτοι κόποι ή οι δικαιωμένες θυσίες. Κι αν όχι, θα πρέπει όλα να ξηλωθούν και να βρουν νέα δωμάτια, νέες μυρωδιές. Δεν είναι απλό. Δεν είναι εύκολο. Δεν γίνεται 35 δευτερόλεπτα να σβήσουν ό,τι κρατούσες με πείσμα, δεν γίνεται να ξανάβρεις τον εαυτό σου στον απρόσωπο χώρο ενός ξενοδοχείου, στην θλιβερή γραφειοκρατία του ψίχουλου που σου δίνεται, στην καθυστέρηση που σε κάνει να νιώθεις τώρα πραγματικά πληγωμένος, περισσότερο κι από όσο ένιωσες όταν χρειάστηκε να απαρνηθείς τα δωμάτια της ζωής σου επειδή ένα γράμμα, ένα Χ ή ένα Ο έτσι σου έλεγε πως πρέπει να κάνεις. Έχω την αίσθηση πως αυτή η ατελείωτη τρίλιζα ΧΟ…ακολουθείται από ένα Χ χειρότερο. Αυτό της διαγραφής. Ένα delete τόσο βίαιο που σε αφήνει ξέπνοο μαζί με τις ακόμη χειρότερες παραινέσεις όσων σε καλούν να συνεχίσεις γιατί.. δεν γίνεται αλλιώς. Τα δε γίνεται αλλιώς είναι η πραγματική Χιροσίμα. Και οι ατελείωτες τρίλιζες είναι η Χιροσίμα. Και εγώ, εσύ, ο άλλος, που συνεχίζουμε στα ίδια δωμάτια και τις ίδιες μυρωδιές δεν είδαμε τίποτε στην Χιροσίμα.
Παρ`όλα αυτά, σκέφτομαι καθώς κόβω το λουλούδι που φύτρωσε στην ρωγμή από μια ξαφνική γρουσουζιά – έχει και την παρηγορητική του διάσταση το Φλας μπακ. Σου υπενθυμίζει όπως ακριβώς και στον κινηματογράφο ότι η διήγηση πρέπει να συνεχιστεί. Πως τώρα είσαι εδώ, κι αν για λίγο πισωπατάς στο παρελθόν, δεν είναι για να αγκυροβολήσεις και να ακινητοποιηθείς στα χαλάσματά του, αλλά για να γίνει το ασπρόμαυρο πλάνο πάλι έγχρωμο ακόμη και αν αυτό σημαίνει πως ένα βίαιο σκούντημα στην πλάτη θα σε κάνει να πέσεις και να δεις το αίμα σου να αναβλύζει κατακόκκινο και όχι μαύρο! Η αφήγηση όμως πρέπει να συνεχιστεί. Το «μια φορά κι έναν καιρό ήταν…» υπάρχει ακριβώς για να υπενθυμίζει πως ότι υπήρξε δεν είναι πια, ότι τώρα είναι θα γίνει κάποτε φλας μπακ, κι αυτό αναπαράγει το αιώνιο μοτίβο της ανθρώπινης παραμυθίας. Και της Χιροσίμα βέβαια…