Λογοτεχνικό Εργαστήρι

"Ο «Μάρκος» του μπάρμπα Γιάννη" (του Γιώργου Σοφούλη)

Ήταν ένα γλυκό απόγευμα του Μάη όταν ακούστηκε η δυνατή φωνή του ντελάλη στην απάνω γειτονιά να καλεί τους χωριανούς σ’ ένα απ’ τα πολύ συνηθισμένα ’κείνα τα χρόνια, προσκλητήριο.

Ειδοποιούσε τους νοικοκυραίους ότι στις πλακόστρωτες αυλές μεταξύ σκολειού και εκκλησιάς, όπου γινόταν πάντα Σάββατο απόγευμα κι ένα «παζάρι», είχαν φέρει οι γνωστοί πια στα χωριά των «Μαχαλάδων» Ματραμπάσηδες, ζώα αγωγιάτικα για πούλημα: Μουλάρια, γαϊδούρια και άλογα.
Αυτοί οι ζωέμποροι, έκαναν και ανταλλαγές με τους χωρικούς ή και αγόραζαν διάφορα ζώα, αν τους συνέφερε.
Ακόμα και κατσίκες για σφάξιμο.
Άλλοι χωριανοί λοιπόν αγόραζαν απ’ αυτούς ζώα και άλλοι τους πουλούσαν.
Το εμπορικό αυτό νταραβέρι, άρχιζε συνήθως απ’ το διπλανό καφενείο της πλακόστρωτης αυλής του σχολείου. Εκεί κάθονταν οι ματραμπάσηδες, έπιναν τις σούμες τους με τους χωριανούς και συζητούσαν.
Ύστερα, σηκώνονταν απ’ τις καρέκλες τους και κατέβαιναν στην πλακόστρωτη πλατεία όπου, κάτω απ’ τα αιωνόβια πλατάνια, ήσαν δεμένα τα ζώα δίπλα σχεδόν στο κοινοτικό «νερό» του χωριού.

Μια «Μεγάλη Βρύση», όπως την έλεγαν, με τέσσερα καλάνια στην πάνω πλευρά του πλακόστρωτου, χειμώνα – καλοκαίρι, δε στέρευε.
Μπροστά στα καλάνια υπήρχε και μια πέτρινη «γούρνα» που την έλεγαν και «κοπάνα» οι χωριανοί, επειδή μέσα σ’ αυτήν πότιζαν τα ζωντανά τους, αλλά και κοπάναγαν οι γυναίκες όταν έπλεναν τα χοντρά ρούχα του σπιτιού και τα χοντρά χειμωνιάτικα πανωφόρια, όπως ήσαν οι τρίχινες κάπες τους, για να ξεγαριάσουν.
Κάθε φορά, που έφερναν ζώα για πούλημα σε ’κείνο το χώρο οι ματραμπάσηδες, τα πλησίαζαν οι νοικοκυραίοι και πρώτα τα εξέταζαν με το μάτι. Αν τους άρεσε κάποιο, άρχιζαν να το ψάχνουν ψηλαφίζοντάς το με το χέρι στη ράχη, στο κεφάλι, στα καπούλια και σ’ όλο σχεδόν το σώμα του, για να διαπιστώσουν ότι δεν είχε κάποιο ελάττωμα στο δέρμα του, παράσιτα ή αρρώστια.
Άλλοι, σήκωναν τα πόδια του ζώου και κοιτούσαν τις οπλές για να δουν μην ήσαν φθαρμένες και δεν μπορούσαν να το πεταλώσουν, ή παραμορφωμένες, πράγμα που σήμαινε ότι αυτό, ήταν γέρικο.
Για τον ίδιο λόγο άνοιγαν και το στόμα του και εξέταζαν τα δόντια του. Αν το ζώο ήταν νιο, τα δόντια του ήσαν κοφτερά και άφθαρτα. Αν όμως ήταν γέρικο, ήσαν λεία και λεκιασμένα.
Όταν τελικά διάλεγαν κάποιο που τους άρεσε, εξέταζαν και τα γόνατά του στις κλειδώσεις, μήπως ήσαν χτυπημένες ή ροζιασμένες και δεν άνοιγαν.

Του ζωέμπορου το όνομα το γνώριζαν οι περισσότεροι και με κάποια προσποιητή επιφύλαξη, ενώ εξέταζαν το ζώο, τον ρωτούσαν:
- Πόσο κάνει αυτό, κυρ Βαγγέλη;
- Αυτό είναι το πιο καλό κυρ Μιχάλη και κάνει τόσο!
- Ε όχι δα! Πολλά δεν είναι;
Αν ο ζωέμπορος είχε κάνει σεφτέ, ή είχε πουλήσει άλλα ζώα, έκανε το δύσκολο. Αν όμως όχι, απαντούσε:
- Ε όχι και πολλά γι’ αυτό το ζωντανό κυρ Μιχάλη. Αν όμως το θέλεις πραγματικά, θα τα βρούμε. Για σένα θα κάμω ένα σκόντο για να μου κάνεις και σεφτέ.
Πολλές φορές, το παζάρι περιλάμβανε και τη συνηθισμένη αυτά τα χρόνια, «τράμπα». Έπρεπε τότε, να εκτιμηθεί και το ζώο του νοικοκύρη που θα γινόταν ανταλλαγή με αυτό που θ’ αγόραζε, πληρώνοντας στο ζωέμπορο τη διαφορά, σαν πανωτίμι.

’Κείνο το Σάββατο, είχε ανέβει στο παζάρι απ’ την Κάτω Γειτονιά του χωριού κι ο μπαρμπα Γιάννης, ο «Αμερικάνος».
Έτσι τον έλεγαν οι χωριανοί, γιατί έκανε στην Αμερική πολλά χρόνια.
Ήταν ένας αρχοντόγερος ξερακιανός, όχι πολύ ψηλός και ξεχώριζε μέσα σ’ όλους απ’ το ντύσιμό του.
Τα μαλλιά του είχαν πια γκριζάρει, αλλά καθώς ήταν γυμνασμένος και γνώριζε τις τεχνικές της πάλης, κανείς δεν αποτολμούσε να παλέψει αληθινά μαζί του!

Ήξερε και «ζίου ζίτσου», όπως έλεγε, το οποίο είχε μάθει στην Αμερική από κάποιο δάσκαλο Γιαπωνέζο.
Το μυαλό του ήταν κοφτερό! Ήταν πανέξυπνος και άσσος στη ντάμα. Κανείς δεν τον κέρδιζε ποτέ γιατί, εφάρμοζε κάποιες στρατηγικές παρασύροντας τον συμπαίκτη του σε παγίδες και ενώ όλοι ήσαν σίγουροι πως θα έχανε ο μπαρμπα Γιάννης, στο τέλος έβγαινε κερδισμένος .
Εκτός των άλλων, ήταν και ιδιόρρυθμος: Έλουζε το κεφάλι του πάντα με κρύο νερό και φορούσε χειμώνα καλοκαίρι, κάλτσες.

«Έχε τα πόδια σου ζεστά,
την κεφαλή σου κρύα
το στόμαχό σου ελαφρύ,
γιατρού μην έχεις χρεία»!
Έτσι συμβούλευε και τους χωριανούς του να κάνουν!

Στο χωριό γύρισε μεγάλος στην ηλικία πια, απ’ την Αμερική.
Είχε τη βολή του για πέραση, ξόδευε τον καιρό του διαβάζοντας και σε περιπάτους και ποτέ μέχρι τότε δεν του χρειάστηκε ν’ αγοράσει κάποιο ζώο αγωγιάτικο. Τα κτήματά του βρίσκονταν δίπλα στο χωριό σχεδόν και τα επισκεπτόταν με τα πόδια.
Για τις αγροτικές δουλειές, υπήρχαν οι αγροτοεργάτες αυτά τα χρόνια και για τ’ αγώγια, οι αγωγιάτες.
Του άρεσε όμως του μπαρμπα Γιάννη ν’ ανακατεύεται στα νταραβέρια και στα παζάρια κι επειδή γνώριζε να ξεχωρίζει μέσα σ’ όλα με μια ματιά, ποιο είναι το καλό ζώο και ποιο έσερνε κάποιο κουσούρι, οι συγχωριανοί ζητούσαν τη γνώμη του.
Μέσα σε κείνο το κοπάδι των ζώων υπήρχε και ένα γαϊδουράκι, μικρόσωμο. σγουρομάλλικο γκρι.
Κανένας δεν του έδινε σημασία, γιατί το μπόι του θύμιζε νάνο.
Ο Μπάρμπα Γιάννης το πλησίασε, το χάιδεψε, έπιασε το κεφάλι του και το κοίταξε στα μάτια.
Αυτό άνοιξε το στόμα του με τα μεγάλα χείλια σαν να χαμογελούσε. Ύστερα, έβγαλε τη γλώσσα του κι έγλειψε τα χέρια του γέροντα.
Το ξαναχάιδεψε ο μπαρμπα Γιάννης κι έκαμε να φύγει αλλά αν και ήταν δεμένο το ζώο απ’ το σαμάρι ενός άλλου, έκαμε προσπάθεια να τον ακολουθήσει.
Κοντοστάθηκε ο γέροντας και το γαϊδουράκι, στάθηκε και τον κοίταζε με ύφος περίλυπο, σαν να του ’λεγε:
- Πάρε με μπάρμα μαζί σου!
Ο μπαρμπα Γιάννης συγκινήθηκε και γύρισε γρήγορα κοντά του. Έσκυψε, το έπιασε απ’ τα δυο μπροστινά πόδια, το σήκωσε όρθιο μπροστά του και τ΄αγκάλιασε.

- Θέλεις πραγματικά να ’ρθεις μαζί μου, ρε φίλε;
Όταν το άφησε στα τέσσερα πόδια του και πάλι, το γαϊδουράκι έδειχνε πολύ ευχαριστημένο, αλλά τώρα, προσπαθούσε να κόψει το σχοινί επίμονα για να τον ακολουθήσει,
Το συμπάθησε, ο μπαρμπα Γιάννης κι αποφάσισε να το αγοράσει. Γι’ αυτό, ρώτησε το ματραμπάση:
- Πόσο κάνει τούτο δω κυρ Βαγγέλη;
Ο ζωέμπορος έμεινε έκπληκτος και τον ρώτησε:
- Πραγματικά, θέλεις να το αγοράσεις κυρ Γιάννη;
- Ε, για να σε ρωτάω.. Αυτό θέλω κυρ Βαγγέλη και σε παρακαλώ, πες μου πόσο το δίνεις.
- Τέλος πάντων! απάντησε αυτός. Για σένα, το δίνω τόσα.
Έτσι έγινε δικό του. Οι χωριανοί όμως, άρχισαν να τον πειράζουν:
- Βρε Μπάρμπα Γιάννη τί το θέλεις το γαϊδούρι αφού ποτέ δεν είχες;
- Να μη σας νοιάζει , τ’ αγόρασα γιατί το συμπάθησα.
Το πλήρωσε όσο του ’πε ο γέροντας, το έλυσε απ’ τα σκαρβέλια του σαμαριού του άλλου ζώου και σέρνοντάς το, το οδήγησε στο κατώι του σπιτιού του.
Στο χαγιάτι καθόταν η Δέσποινα η γυναίκα του και μόλις είδε το γαϊδουράκι, τον ρώτησε.
- Πού το πας αυτό το γαϊδούρι, Γιάννη;
- Το αγόρασα Δεσποινιώ μου κι είναι δικό μας.
- Τί λες μωρέ Γιάννη; Παλάβωσες;
Ο γέρος, δεν της έδωσε σημασία. Πήγε το γαϊδουράκι στο κατώι και το στάβλισε αμίλητος, βγάζοντας του το καπίστρι. Η Δεσποινιώ, δεν είπε άλλη κουβέντα.
Την επόμενη μέρα, ο μπαρμπα Γιάννης ξύπνησε πρωί. Κατέβητε στο κατώι, ξαναφόρεσε στο γαϊδουράκι το καπίστρι και σέρνοντάς το, πήγαν μαζί στην κοντινή κωμόπολη, όπου υπήρχε ένας σαγματοποιός. Αυτός, πήρε μέτρα και έφτιαξε την ίδια μέρα, ένα ωραίο σαμάρι στο γαϊδουράκι.
Είχε βραδιάσει πια όταν επέστρεφαν στο χωριό κι ο μπαρμπα Γιάννης είχε κουραστεί να σέρνει πίσω του το γαϊδουράκι. Έδεσε λοιπόν το σχοινί που κρατούσε στα σκαρβέλια του σαμαριού κι έκαμε να προχωρήσει μόνος.
Πρόσεξε ότι το γαϊδουράκι, βιάστηκε να τον ακολουθήσει και
κοντοστάθηκε. Τότε, του ’ρθε μια ιδέα: Να καλέσει το έξυπνο γαϊδουράκι μ’ ένα όνομα. Το κοίταξε λοιπόν και χωρίς δεύτερη σκέψη, του είπε:
- Έλα Μάρκο! Ακολούθαμε.
Το γαϊδουράκι, έτρεξε κοντά του! Του φίλησε τα χέρια και στάθηκε να τον κοιτάζει.
Ο μπαρμπα Γιάννης ξεκίνησε και πάλι το δρόμο του ξαναλέγοντας στο ζωντανό:
- Έλα Μάρκο. Πάμε!
Ο Μάρκος, τον ακολούθησε πειθαρχικά σαν άνθρωπος που καταλάβαινε τα πάντα, αλλά δεν είχε μιλιά. Προχώρησαν λοιπόν στο δρόμο τους και μπήκαν στο χωριό κατά το σούρουπο πια, έτσι όπως έφτασαν παρέα: Μπρος ο μπαρμπα Γιάννης και πίσω του σαμαρωμένος τώρα πια ο Μάρκος, να τον ακολουθεί.
Κάποια παιδιά, είδαν το παράξενο γαϊδουράκι και μαζεύτηκαν να το χαζέψουν.

- Σιγά, μην το τρομάξετε, τους είπε ο μπαρμπα Γιάννης!
Τα παιδιά βέβαια, δεν πειθάρχησαν στην εντολή του και πλησίασαν περισσότερο θέλοντας να το χαϊδέψουν.
Αυτό, δεν αντέδρασε. Αγνόησε τα παιδιά κι εξακολούθησε να ακολουθεί από πολύ κοντά τώρα τον κύριό του, ίσως από φόβο μήπως και τον έχανε.
Τότε ο γέροντας, σκέφτηκε ότι αυτό το μικρόσωμο ζωντανό, ήταν πανέξυπνο κι έπρεπε να το εκπαιδεύσει.
Την ίδια εκείνη στιγμή λοιπόν, έκανε μια δοκιμή. Κάλεσε το Μάρκο κοντά του, του χάιδεψε τ’ αυτιά και του είπε:
- Πήγαινε σπίτι Μάρκο κι έρχομαι κι εγώ.
Τον έβαλε μπροστά και ύστερα του ’δωσε μια με την παλάμη του στα καπούλια.
Ο Μάρκος, τράβηξε μονάχος το δρόμο για την Κάτω γειτονιά κι ο μπαρμπα Γιάννης, τον ακολούθησε από μακριά για να βεβαιωθεί ότι θα πήγαινε εκεί που έπρεπε.
Όταν έφτασε στο κατώι ο γέροντας, βρήκε εκεί το Μάρκο να τον περιμένει. Τότε, του ’βγαλε το σαμάρι, του ’βαλε ταΐνι να τρώει και κλείνοντας την πόρτα φεύγοντας, του είπε.
- Από αύριο Μάρκο, αρχίζει η εκπαίδευση.
Ο Μάρκος, δεν έδειξε ότι άκουσε αυτά που του είπε κι ο μπαρμα Γιάννης, ξανάνοιξε την πόρτα, φωνάζοντας πιο δυνατά:
- Άκουσες τι σου είπα; Και μην ξεχνάς ότι από ’δω και πέρα, θα είσαι η παρέα μου!

Από ’κει και πέρα πράγματι, ο μπαρμπα Γιάννης κι ο Μάρκος, ήσαν αχώριστοι! Όπου πήγαινε ο γέροντας, τον έπαιρνε πάντα μαζί του. Σπάνια τον καβαλίκευε και ποτέ δεν τον φόρτωνε βαριά. Αν το φορτίο ήταν μεγάλο, το μοιραζόταν μαζί του! Άνθρωπος και ζώο, λες και μοιράζονταν τα πάντα σαν δυο καλοί φίλοι!
Ήταν τόσο υπερβολική η αγάπη του Μπάρμπα Γιάννη για το γαϊδουράκι του, που έκανε κάτι απίστευτο.
Μια μέρα που είχαν πάει σ’ ένα κοντινό κτήμα, έπιασε μια ξαφνική νεροποντή σαν να άνοιξαν οι καταρράκτες τ’ ουρανού! Γέρος και γαϊδουράκι, μπήκαν μέσα στο καλύβι για να προφυλαχτούν απ’ τη βροχή.
Όταν σταμάτησε, πήραν το γυρισμό και σαν έφτασαν στο μεγάλο ρέμα δίπλα στο χωριό, η κατεβασιά του νερού ήταν πολύ μεγάλη! Ξέμαθος ο Μάρκος όπως ήταν από τέτοια, δεν περνούσε το ρέμα. Σκιαζόταν κι αντιδρούσε.
Ο Μπάρμπα Γιάννης προσπάθησε να τον καταφέρει να περάσει, μα τίποτα. Τότε, τί έκαμε ο αθεόφοβος! Με μια αστραπιαία κίνηση, χώθηκε κάτω απ’ τη κοιλιά του Μάρκου, τον σήκωσε στη ράχη του και πέρασε το ρέμα μαζί του.

Πέρασαν αρκετά χρόνια! Μεγάλωσαν πολύ κι οι δυο.
Ένα βράδυ, άκουσε ο γέρος το Μάρκο να γκαρίζει κάπως παράξενα. Πήγε στο ντάμι να δει τι συνέβαινε. Βρήκε το Μάρκο νεκρό!
Κατάλαβε ότι το γκάρισμα ήταν ο αποχαιρετισμός του.
Το πρωί, δε μιλιόταν! Τα μάτια του ήταν μόνιμα δακρυσμένα .
Με τη βοήθεια των συγχωριανών του, έθαψε το φίλο του Μάρκο.
Γύρισε στο σπίτι κι ούτε να φάει ήθελε, ούτε να πιει! Δεν είχε όρεξη για τίποτα κι από μέσα του, έβγαινε ένα βουβό κλάμα.

Πέρασε η μέρα κι έπεσε να κοιμηθεί.
Τ’ άλλο πρωί η καμπάνα της εκκλησιάς, χτυπούσε πένθιμα και γι’ αυτόν.

©2025 Idyli. All Rights Reserved. Powered by New Age IT