Λογοτεχνικό Εργαστήρι

"Η Καντάδα" (του Χρήστου Φούκη)

Συνηθίζονταν από παλιά οι καντάδες στο χωριό.

Οι πρώτες που άκουσα μικρός ήταν αποχωρισμού και οδυνηρές, είχαν γλυκόπικρη γεύση.

Τότε που μαζικά έφευγαν τα νιάτα αγόρια και κορίτσια στην ξενιτιά, αναζητώντας ένα καλύτερο αύριο. Ράγιζαν και οι πέτρες σαν ακούγονταν στα καλντερίμια του χωριού, παραμονή του ταξιδιού κάποιου, εκείνο το " Μανούλα θα φύγω, μην κλάψεις για μένα...." Έχω προσωπικά βιώματα.

Στα χρόνια της εφηβείας μου οι καντάδες είχαν άλλο χαρακτήρα. Ήταν σημάδι ενδιαφέροντος και εντυπωσιασμού! Ό,τι δεν μπορούσαμε να εκφράσουμε με λόγια τ' αφήναμε στο μαγνητόφωνο. Καλοκαίρι αραιό το μουστάκι ακόμα, άγουρα παλληκαράκια και κείνος ο μικρός διαβολάκος με το τόξο και τα φτερά πάνω στα κεφάλια μας τριγύρναγε αδιάκοπα.

Δεν υπήρχε περίπτωση να δούμε κοπέλα νεοφερμένη στο χωριό, και να μην στηθούμε το ίδιο βράδυ κάτω απ' το παραθύρι της με το μαγνητόφωνο η το πικ-απ στα χέρια.

Συνήθως ήταν καλοδεχούμενες οι μεταμεσονύκτιες εκείνες παραστάσεις αλλά γίνονταν και στραβές που μας έβρισκαν κυνηγημένους σε σούδες ή ανεβασμένους σε χαμηλές τραβάκες, ακόμα και σε δέντρα για να γλυτώσουμε. Είχαν κι αυτά την μαγεία τους και τα ευτράπελα, πολλά.

Ο θείος Ν. φιλοξενούσε κεινο το καλοκαίρι τις δύο Αθηναίες ανιψιές του. Μαζί και οι κόρες του, δέλεαρ μεγάλο! Το ότι έμεναν στο καλύβι, μισή ώρα ποδαρόδρομο απ’ το χωριό δεν μας πτόησε καθόλου.

Οι αναστολές και οι ντροπές μας συνήθως πήγαιναν περίπατο τραβώντας κανα δυό κούπες ρετσίνα ξεροσφύρι, κάτω απ’ τον πλάτανο στον καφενέ του Φραγκογιάννη. Ο Παύλος είχε το μοναδικό μαγνητόφωνο κείνη την εποχή, φερμένο απ τον μετανάστη στην Γερμανία πατέρα του. Ένα GRUNDING με μπομπίνα θυμάμαι βαρύ και ασήκωτο και πρώτο τραγούδι το " κλώσα τα πουλιά..." τώρα που κόλλαγε αυτό σε καντάδα, δεν μας απασχόλησε ποτέ!

Δεν πήγαν καλά τα πράγματα. Με τους πρώτους ήχους ο θείος Ν. πετάχτηκε ενοχλημένος και θυμωμένος έξω απ το καλύβι. Αρπάζοντας έναν λούρο και αλαλάζοντας μας πήρε στο κυνήγι. Σκορπίσαμε σαν του λαγού τα τέκνα. Άλλοι πρηνηδόν μεσ’ τ’ αμπέλι, άλλοι βρίσκοντας καταφύγιο στο παρακείμενο κοντόρεμα. Ο φουκαράς ο Παύλος με το μαγνητόφωνο υπό μάλης ανέβηκε σε μια αμυγδαλιά στο κέντρο του αμπελιού, μες την τρομάρα του όμως ξέχασε να το κλείσει και εντοπίστηκε εύκολα. Σουβλιά και κραυγή πήγαινε, αλλά τελικά τόσκασε κι αυτός σχετικά αλώβητος!

Ανασυνταχθήκαμε μετά από ώρα στου Παναγιώτ’ τη βρύση και αφού βεβαιωθήκαμε ότι δεν είχαμε απώλειες, επιστρέψαμε στο χωριό μετά μουσικής!

Θριαμβευτές λές, που γλιτώσαμε τα χειρότερα.

©2025 Idyli. All Rights Reserved. Powered by New Age IT