Λογοτεχνικό Εργαστήρι

"Το γυφτάδικο του μαστρο – Νικόλα" (του Γιώργου Ι. Σοφούλη)

Καθημερινά, χειμώνα - καλοκαίρι, άκουγες τα γκάπα- γκούπα, απ’ τα χτυπήματα, που έκανε, το μεγάλο και βαρύ σφυρί, του μαστρο - Νικόλα του σιδηρουργού, πάνω στο αμόνι.

Το ανεβοκατέβαζε με δύναμη, χτυπώντας το πυρωμένο σίδερο, για να το διαμορφώσει κατά πως ήθελε.

Γκάπα – γκούπα και μόλις αυτό έχανε την πυράδα του, το ’φερνε με τη μακριά τσιμπίδα του πάλι πίσω στο αυτοσχέδιο γυφτάδικο καμίνι του και το τοποθετούσε πάνω στη φωτιά, πάνω στα κατακόκκινα κάρβουνα.

Αυτό το καμίνι, το ’χε φτιάξει ο ίδιος ο μαστρο - Νικόλας, ακριβώς στη μέση του γυφτάδικου. Ήταν ένα χτιστό πλάτωμα σαν τραπέζι, φτιαγμένο με πυρίμαχα υλικά στην επιφάνεια που στη μέση ακριβώς, είχε μια τρύπα απ’ την οποία ξεκινούσε ένας μεταλλικός σωλήνας, χωμένος σε τσιμέντο.

Η άλλη άκρη αυτού του σωλήνα, ήταν συνδεμένη με μια φυσούνα ενός τεράστιου φυσερού, του οποίου το πίσω μέρος ανεβοκατέβαινε, με το τράβηγμα ενός σκοινιού κι έβγαζε μπόλικο αέρα.

Αυτός ο αέρας, μεταφερόταν στην τρύπα στο κέντρο του καμινιού, φυσούσε με δύναμη τα αναμμένα κάρβουνα και δυνάμωνε περισσότερο τη φωτιά, η οποία με τη σειρά της, πύρωνε και μαλάκωνε το σίδερο, μέχρι που το κοκκίνιζε!

Ύστερα, το ξανάφερνε ο μαστρο - Νικόλας με τη μακριά τσιμπίδα του στο αμόνι, όπου το χτυπούσε με τη γυφτάδικη βαριοπούλα του συνέχεια, για να το διαμορφώσει όπως ήθελε.

Γκάπα - γκούπα το σφυρί στ’ αμόνι.

Φου – φου η φυσούνα, μέχρι να πάρει το σίδερο τη μορφή που ’θελε να του δώσει ο μαστρο - Νικόλας κι όταν κατάφερνε να το δαμάσει, όταν κατάφερνε να του δώσει το σχήμα του εργαλείου που ήθελε να φτιάξει, με μια αστραπιαία κίνηση, τον βουτούσε, μέσα σε μια βούτα με νερό!

Τότε το σίδερο έσβηνε τσιρίζοντας σαν να διαμαρτυρόταν, έκανε μπουρμπουλήθρες, άλλαζε χρώμα και από το πυρωμένο κόκκινο, έπαιρνε χρώμα μελανό, λες και μελάνιαζε απ’ το κακό του.

Γύρω στους τοίχους του γυφτάδικου, ήταν κρεμασμένα πολλά από το προϊόντα, που κατασκεύαζε ο μαστρο - Νικόλας.

Τσάπες, σκαλιστήρια, δικέλια, κασμάδες, κλαδευτήρια, σφήνες, μακάπια, λοστοί, κατσούνια, μάνδαλα, μεντεσέδες για πόρτες και παράθυρα και πάρα πολλά άλλα χρήσιμα εργαλεία και αντικείμενα, της παλιάς εκείνης εποχής! Ακόμα και κλειδαριές έφτιαχνε με κάτι τεράστια κλειδιά που τα ’λεγαν και στα χρόνια του, «γύφτικα».

Ο μαστρο - Νικόλας, ήταν τεχνίτης πρώτος, σ’ όλα τα γύρω χωριά.

Έμαθε την τέχνη απ’ τον πατέρα του και κατάφερε να γίνει ισάξιός του κι ακόμα καλύτερος. Διαμόρφωνε και έδενε τ’ ατσάλι κατά πώς ήθελε με καταπληκτική δεξιοτεχνία.

Οι χρόνιοι πειραματισμοί και η φαντασία του, τον έκαναν να κυριαρχήσει πάνω στο σίδερο.

Ήξερε με τι τρόπο, θα το έκανε μαλακό, σκληρό, πολύ σκληρό ή σκέτο ατσάλι, φτιάχνοντας σπουδαία πράγματα.

Έτσι, έγινε ξακουστός σ’ όλα τα γύρω χωριά και δεν προλάβαινε να καλύπτει τις παραγγελίες που είχε.

Παιδιά δεν είχε ο μαστρο - Νικόλας κι όσο μεγάλωνε και γερνούσε, στεναχωριόταν που δε θα μάθαινε κάποιος την τέχνη του.

Κάθε φορά, όταν πηγαίναμε στο γυφτάδικο τα παιδιά του χωριού, για να δούμε πώς χτυπούσε το πυρωμένο σίδερο και να κάνουμε χάζι, τραβώντας το κορδόνι της φυσούνας, αυτός προσπαθούσε να μας πείσει να πάει κάποιο από ’μάς κοντά του, να μάθει την τέχνη του.

Κανένα όμως δεν ήθελε, γιατί βλέπαμε πόσο δύσκολη και μουντζούρικη ήταν αυτή η δουλειά.

Ο μόνος που έδειξε ενδιαφέρον ήταν ο Μιχαλάκης, ο γιος της Βαγγέλας, ορφανός από πατέρα.

Μια μέρα, αντί να έρθει στο σκολειό, πήγε κρυφά στο γυφτάδικο και είπε στο μαστρο – Νικόλα:

- Θείε, θέλω να μου μάθεις την τέχνη σου.

Αυτός χάρηκε πάρα πολύ όταν το άκουσε αυτό, αλλά τον ρώτησε:

- Να σε μάθω, βρε Μιχαλάκη , αλλά το ξέρει η μάνα σου;

- Όχι, θα της το πω σε λίγο που θα πάω στο σπίτι, απάντησε ο μικρός κι έκατσε εκεί αρκετή ώρα, βοηθώντας τον, ανεβοκατεβάζοντας τη φυσούνα.

Το μεσημέρι, μόλις κατάλαβε ότι τελείωσε το σχολείο, έφυγε απ’ το γυφτάδικο και πήγε σπίτι του, ολόσωμα βουτηγμένος μες στη μουντζούρα.

Μόλις τον είδε η μάνα του, άρχισε να του φωνάζει.

- Τι χάλια είναι αυτά, Μιχαλάκη; Πώς έγινες έτσι;

Τότε ο Μιχαλάκης με θάρρος που έδειχνε πως ήταν αποφασισμένος, της απάντησε:

- Μάνα, πήγα στο γυφτάδικο κι αποφάσισα να γίνω σιδεράς.

Οργισμένη αμέσως εκείνη, άρχισε να του λέει:

- Τι λες, βρε παλιόπαιδο; Γι’ αυτό τρέχω εγώ απ’ τη μια νύχτα ως την άλλη και δουλεύω; Για να σε κάνω γύφτο; Γράμματα θα μάθεις και θα γίνεις δάσκαλος! Κι συ και ο αδερφός σου, θα μάθετε γράμματα! Κατάλαβες; Και μην ξαναπατήσεις στο γυφτάδικο!

Έτσι οργισμένη και νευριασμένη, όπως ήταν η κυρά Βαγγελιώ, δεν έχασε καιρό.

Πήγε στο μαστρο - Νικόλα και του τα ’ψαλε κι αυτουνού ένα χεράκι:

- Άκου να δεις, Νικόλα! Ν’ αφήσεις το γιο μου ήσυχο και να μην τον ξεμυαλίζεις, για να γίνει γύφτος.

Αυτός, με ηρεμία της απάντησε:

- Γιατί, βρε Βαγγελιώ; Άσχημα θα είναι να μάθει τη δουλειά μου; Δάσκαλοι θα γίνουν πολλοί και μπορεί να μη βρίσκουν δουλειά, να πεινάσουν, γυφτάδες όμως πόσοι;

Αυτή όμως εξακολουθούσε να φωνάζει.

- Να τον αφήσεις ήσυχο, κατάλαβες;

Σαν γύρισε σπίτι, έριξε κι ένα γερό μπερντάκι στο Μιχαλάκη λέγοντάς του:

- Να μην ξαναπατήσεις στο γυφτάδικο, γιατί αλίμονό σου, κακομοίρη μου!

Το Μιχαλάκη όμως, πού τον έχανες, πού τον έβρισκες, όλο στο γυφτάδικο πήγαινε και μόλις γύριζε σπίτι του, ακουγόταν το ταβατούρι απ’ τις ξυλιές που του ’δινε η μάνα του, στην πλάτη και τον πισινό.

Όσο και να ’δερνε όμως η Βαγγέλα, τίποτα ο Μιχαλάκης.

- Δεν τα θέλω τα γράμματα, μάνα, γύφτος θα γίνω! Έσκουζε αυτός, γκάπα - γκούπα ξυλιές αυτή!

Τελικά, είδε και απόειδε η κακομοίρα, ότι δεν θα κατάφερνε τίποτα. «Να μην το σκοτώσω κιόλας», είπε από μέσα της και αποφάσισε να τον αφήσει να πάει κοντά στο μαστρο - Νικόλα, να μάθει την τέχνη.

Τα χρόνια πέρασαν νεράκι κι ο Μιχαλάκης έμαθε όλα τα μυστικά, για το πώς δουλεύεται το σίδερο και πώς δένεται τ ’ατσάλι.

Έγινε κι αυτός ένας τέλειος τεχνίτης, της φήμης του μάστορά του και μετά από αρκετά χρόνια, ο μαστρο - Νικόλας του χάρισε και το γυφτάδικο.

Πέρασαν κι άλλα χρόνια, οι δουλειές του Μιχάλη πήγαιναν πολύ καλά, μα σιγά σιγά, η εξέλιξη έφερε νέες τεχνολογίες, νέες εφαρμογές. Τα χωριά, άρχισαν να ερημώνουν το ένα μετά το άλλο και η δουλειά στο γυφτάδικο λιγόστευε συνέχεια. Έτσι ο Μιχάλης αποφάσισε κι αυτός να ξενιτευτεί κατά την Αμερική.

Μόλις το είπε στη μάνα του, αυτή ειρωνικά, επειδή του το φύλαγε, του είπε .

- Είδες που στα ’λεγα, να γίνεις δάσκαλος; Θα έμενες τώρα εδώ και δε θα πήγαινες στα ξένα.

Αυτός, δεν είπε τίποτα και ένα πρωινό έφυγε.

Στην Αμερική που πήγε, έπιασε δουλειά σ’ ένα εστιατόριο, όπου έπλενε πιάτα.

Μόνο αυτό μπορούσε να κάνει, γιατί δεν ήξερε τη γλώσσα. Σιγά σιγά όμως, έμαθε εγγλέζικα και το αφεντικό του, άρχισε να τον αφήνει να βγαίνει και στην αίθουσα, να σερβίρει τους πελάτες και να μαζεύει πιάτα.

Δίπλα απ το εστιατόριο, υπήρχε ένα εργοστάσιο, των αδερφών Κρίστοφερ, που κατασκεύαζε μηχανές αυτοκινήτων.

Τα μεσημέρια, οι αδερφοί Κρίστοφερ, πήγαιναν στο εστιατόριο για φαγητό.

Μια μέρα, την ώρα που μάζευε τα πιάτα ο Μιχάλης, από το διπλανό τραπέζι, τους άκουσε να συζητάνε και να διαφωνούν, για την σκληρότητα που θέλανε να δώσουν σ’ ένα εξάρτημα μηχανής και δεν μπορούσαν να τα καταφέρουν.

Για το Μιχάλη, αυτά που άκουγε, ήταν παιχνίδι. Πήρε λοιπόν το θάρρος, πλησίασε και τους είπε:

- Αυτός ο τρόπος που κάνετε, κύριοι, για να πετύχετε τη σκληρότητα που θέλετε στο μέταλλο, δεν είναι σωστός. Πρέπει, να βάψετε το σίδερο, σε ειδικό μείγμα λαδιού, με νερό! Και η πυράκτωση στο μέταλλο, πρέπει να είναι ορισμένων βαθμών.

Αυτοί, άκουσαν τα λόγια του Μιχάλη και ξαφνιάστηκαν.

Τον κοίταξαν, αλλά δεν του είπαν τίποτα, μόνο τού χαμογέλασαν.

Κατάλαβαν όμως, πως ο Μιχάλης, θα ’πρεπε να είχε γνώση πάνω στα μέταλλα.

Έφυγαν, πήγαν στο εργοστάσιο και προσπάθησαν να κάνουν αυτά που είπε ο Μιχάλης. Είδαν, ότι βελτιωνόταν η σκληρότητα στο μέταλλο, αλλά όχι όσο θα ήθελαν.

Έστειλαν και τον κάλεσαν.

Όταν ήρθε, του είπαν ποιο ήταν το πρόβλημα τους και του ζήτησαν να ρυθμίσει τη θερμοκρασία πυρώματος στο μέταλλο και να φτιάξει τις αναλογίες στα μείγματα με τα οποία θα γινόταν η βαφή.

Αυτός τα ’φτιαξε και τα κατάφερε τέλεια!

Έτσι, οι αδελφοί Κρίστοφερ τον προσέλαβαν στη δουλειά τους και στην Αμερική, η γνώση για το δέσιμο στ’ ατσάλι, πληρωνόταν ακριβά!

Ο Μιχάλης, ήταν γνώστης και γι’ αυτό ανάλαβε προϊστάμενος στο μεγαλύτερο τμήμα τους εργοστασίου τους: Στο χυτευτήριο.

Τα χρόνια πέρναγαν νεράκι κι ο Μιχάλης, με τη γνώση του και τα μέσα που του παρείχαν οι Κρίστοφερ, άρχισε να κάνει θαύματα.

Η φήμη του απλώθηκε γρήγορα στον κλάδο των μεταλλικών κατασκευών, αλλά στην Αμερική, οι μπίζνες, είναι μπίζνες!

Οι αδελφοί Κρίστοφερ, για να μην τους τον πάρουν οι ανταγωνιστές τους, τον πάντρεψαν με την αδερφή τους και τον έκαναν συνεταίρο στην επιχείρησή τους!

Εργοστασιάρχης πια ο Μιχάλης, μετά από πολλά χρόνια, αποφάσισε να πάρει τη φαμελιά του και να ’ρθει στο χωριό, για να δει τη γριά πια μάνα του και τον αδερφό του.

Πίνοντας το καφέ μας στο καφενέ του Σταμάτη, τον ρώτησα:

– Ρε Μιχάλη, πώς ένιωσες, όταν ήρθες στο χωριό, μετά από τόσα χρόνια ξενιτιάς;

Και μου είπε:

- Αγαπητέ Γιώργη! Μόλις έφτασα στο χωριό, η πρώτη επίσκεψη, ήταν ν’ ανοίξω το γυφτάδικο, να δείξω στα παιδιά μου και στη γυναίκα μου, το μέρος που έμαθα την τέχνη μου.

Μπαίνοντας μέσα σ’ αυτό, αντήχησαν νοερά στ’ αυτιά μου, τα γκάπα γκούπα, απ’ το σφυρί του μαστρο - Νικόλα, όπως τότε, που χτύπαγε με δύναμη το πυρωμένο σίδερο στ’ αμόνι! Κι άρχισαν να κυλάνε δάκρυα απ’ τα μάτια μου.

Μετά πήγαμε στο σπίτι, για να δούμε τη μάνα μου, μα μόλις έφτασα, εκεί έξω στην αυλή, ένιωσα ένα μούδιασμα στη πλάτη και τον πισινό μου, απ’ τις ξυλιές που έτρωγα τότε απ τη μάνα μου, για να μη γίνω γύφτος.

Αυτά μου είπε ο Μιχάλης και τα μάτια του άρχισαν πάλι να βουρκώνουν.

Θυμήθηκα κι εγώ τα χρόνια ’κείνα κι έπαθα το ίδιο.

©2025 Idyli. All Rights Reserved. Powered by New Age IT