Ο μικρός μας αδελφός έμοιαζε του σκοτωμένου θείου. Είχε τη μελαχρινάδα και τα ματόφρυδα.
Μεγαλώνοντας ίσως να έπαιρνε το μπόι, την καλοσύνη ,την εξυπνάδα, μα προς Θεού, όχι και την κακή του τη μοίρα. Θα ήταν γύρω στα πέντε όταν ο παππούς τον πήγε στο ράφτη και του έραψε σκούρο κοστούμι με χρυσά κουμπιά και σιρίτια. Μια μικρογραφία της χειμερινής στολής των Ευελπίδων… Τον πήγαινε στην εκκλησιά καμαρωτός, επιστατώντας τον άγρυπνα με τη λαβή της μαγκούρας και παλεύοντας να του μάθει Πατερημά και Πιστεύω. Το κοστούμι εκείνο έμοιαζε αποκριάτικο, αλλά κανείς δεν τον περιγέλασε ποτέ από σεβασμό στον ανείπωτο πόνο του γέροντα.
Για όσα συνέβησαν εκείνη την Κυριακή φταίει κατά κύριο λόγο η τρομάρα μου για την αμαρτία και την Κόλαση. Για τους δαιμόνους που ξεσκίζουν σάρκες και βράζουν τους αμαρτωλούς στα καζάνια με την πίσσα. Παιδί του Κατηχητικού και η εικόνα της Ημέρας της Κρίσεως με κατάτρεχε μέρα και νύχτα. Ώσπου θόλωσε ξάφνου το μάτι μου και σταμάτησε να στέκει σε λεπτομέρειες. Να πω πως ξέγνοιασα, θα είναι ψέμα. Έκανα απολογισμό κάθε βράδυ κ έκλαιγα με το μαύρο δάκρυ της μετάνοιας. Για κάτι ψέματα, κακίες, κουτσομπολιά, μα προ παντός για κάτι ατασθαλίες σε περίοδο νηστείας . Η μυωπία μου αδιάγνωστη ακόμα με γέμιζε ανασφάλεια και μ έστελνε να κρύβομαι στα μαύρα φουστάνια της γιαγιάς. Για να μη βλέπω τάχατες τα διαβολάκια που κρέμονταν πάνω από τα κεφάλια μας, μα στην πραγματικότητα για να χρησιμοποιώ την αετίσια της όραση. Κοίταζα μόνο μπροστά και μάλιστα το στασίδι του παππού, τον σκάνταλο αδελφό μου , την άγρυπνη μαγκούρα και τις αλλεπάλληλες συλλήψεις πότε από το λαιμό και πότε απ το χέρι ή το πόδι . Τα πιο πολλά ωστόσο τα μάντευα, κάποτε μ έπιανε ο υπερβάλλων ζήλος για την επιβολή της τάξης και πετιόμουνα αμείλικτος κριτής, βοηθός του παππού και συμπαραστάτης.
Έτσι είχαν τα πράγματα όταν τον είδα, θολά ομολογουμένως, κάτω από τα Άχραντα Μυστήρια, να κρατά το πορφυρό μαντήλι και με στόμα ορθάνοιχτο να περιμένει τη Θεία Κοινωνία… Τα διαολάκια με πήραν και με σήκωσαν… Αμαρτία, λέω… Πετάγομαι σαν ψύλλος από το στασίδι και πάω να επιβάλλω την τάξη… "Παπά μου μη… μην τον κοινωνήσεις δεν νήστεψε… Τον είδα με τα μάτια μου να τρώει σαλάμι…" Ο παπάς να μένει άναυδος, να οπισθοχωρεί τρέμοντας, εγώ να τον τραβολογώ, ν’ αστράφτουν τα σιρίτια του και τα χρυσά κουμπιά στο φως των κεριών, να γίνεται σούσουρο στην εκκλησιά, να καταφθάνει η γιαγιά μου, να παίρνει το παιδί από τα χέρια μου… Να ορμάω εγώ να του στρίψω το αυτί , να του στρίβω ολόκληρο το κεφάλι… Και τότε… αλίμονο τότε, από κοντά, από πολύ κοντά να διαπιστώνω πως το παιδί δεν ήταν ο αδελφός μου, παρά ένα συνομήλικο αγόρι με την ίδια στολή, που ως φαίνεται άρεσε και κόντεψε να γίνει και μόδα…
Έψαξα τον παππού και τη μαγκούρα της ευταξίας. Πουθενά. Κυνηγούσε τον εγγονό στον περίβολο. Έψαξα και τα φουστάνια της γιαγιάς να χαθώ , να εξαφανιστώ από προσώπου γης …τι ρεζιλίκι. " Με γειά τα μάτια", μου είπε ο αθεόφοβος αργότερα στο σπίτι… Και του έριξα ένα ξύλο που έβαλε και στις τσέπες του." Με γειά τη στολή που τη φοράει κι άλλος" Εκδίκηση. Ο άλλος που τελικά κοινώνησε κανονικά και με το νόμο και μένα μου απόμεινε η ντροπή…. Όσο για τη μυωπία μου, ούτε που την υποψιάστηκε κανείς. Παρέμεινε αδιάγνωστη και τράβηξε πολύ την ανηφόρα...
Πίνακας Alex Alemany