«Σιωπές και φλυαρίες»
«Δεν μιλώ γιατί έχω να πω πολλά» μου είπε ένας από τους πιο αγαπημένους μου ανθρώπους πίνοντας καφέ ένα απομεσήμερο στην άδεια παραλιακή της πόλης.
Η φλυαρία γίνεται συχνά ο συνεκτικός ιστός ενός μικρού τόπου. Φλυαρία ντυμένη με την αναγκαστική κοινωνικότητα των συχνών συναπαντημάτων, την συνεχών συναπαντημάτων. Στον μικρό μου τόπο, πέφτουμε ο ένας πάνω στον άλλον αναγκαστικά. Δημιουργούμε νησίδες διαφυγής, φλυαρώντας άσκοπα για λίγα δευτερόλεπτα ή ίσως και λίγο παραπάνω, τόσο όσο το κοινωνικό ρολόι απαιτεί για να μην σε χαρακτηρίσει δύσθυμο ή απόμακρο ή ψωνισμένο ή περίεργο .
Οι κατατάξεις δεν αλλάζουν εύκολα, ξέρετε. Άπαξ και μπεις σε μια κατηγορία, αυτή θα σε ακολουθεί παντού. Σαν την επιδημία θα καλύψει το ατομικό σου σύννεφο, θα γίνει σκιά σου, ένα σκληρό πετσί από το οποίο δεν θ` απαλλαγείς ποτέ. Μπορεί και να το θέλεις καμιά φορά.
Μπορεί και να σε προστατεύει από τα δευτερόλεπτα, λεπτά, ώρες, που το κοινωνικό ρολόι απαιτεί από σένα καθημερινά. Σε κάθε, σχεδόν, συναπάντημα. Και πόσο ευρηματικός μπορείς να γίνεις; Πόσες κουβέντες, διάφορες, αδιάφορες να ανταλλάξεις με τον εκάστοτε απέναντι; Α, μα οι μικροί τόποι φημίζονται για την ευρηματικότητά τους στην ρύθμιση του κοινωνικού ρολογιού. Το κουρδίζουν αιώνες τώρα κι εκείνο δεν έχει πάψει να λειτουργεί, δεν έχει χάσει ποτέ ούτε δευτερόλεπτο. Ακούραστοι οι δείκτες του γυρνούν και γυρνούν όσο οι ζωές περνούν και χάνονται, όσο οι εποχές περνούν και χάνονται όσο οι άνθρωποι κάνουν τις μικρές θυσίες τους για να μην χάνονται.
Περπατώ και καλημερίζω, καλημερίζω και προσπερνώ μέχρι την επόμενη φορά και την επόμενη φορά, που κάθε φορά δεν απέχει από την επόμενη παρά μερικά λεπτά ή και λιγότερο. Πρόσωπα και ιδιότητες, σχέσεις και βιογραφίες καμιά φορά μπλέκονται αξεδιάλυτα στην κακή σου διάθεση και σε μια ακόμη χειρότερη, την διάθεση να αποκτήσεις ένα πέπλο ανωνυμίας και απλά να περπατάς ως άγνωστη, στους άγνωστους δρόμους μιας άγνωστης πόλης, να την κατακτάς βήμα – βήμα, να ανακαλύπτεις τις γωνιές της με την ματαιοδοξία του καιροσκόπου, με την χαρά του παιδιού και την απάθεια του πολυταξιδεμένου.
Μα, όλα αυτά σκορπίζουν σαν νιφάδες, ακόμη και τις καλοκαιρινές ώρες, στις μικρές φλυαρίες, στο small talk κάθε μικρής πόλης, την συγκολλητική ουσία των ζωών μας που πρέπει- ναι πρέπει -να μπλέκονται στα ίδια νήματα, τα σφιχτοπλεγμένα των μικρών τόπων. Όσο πιο μικρός ο τόπος, τόσο πιο σφιχτό το νήμα που δένει τους ανθρώπους. Που τους κρατά δεμένους μάλλον , δεν τους δένει με μια βαθιά σχέση σεβασμού μα ανοχής.
Υπάρχω όσο υπάρχετε, υπάρχω αφού υπάρχετε και υπάρχω για να υπάρχετε. Μέσα από το αντικαθρέφτισμα της ζωής σου στις ζωές των άλλων και των άλλων στη δική σου σαν να παίρνουν όλοι διαπιστευτήρια ύπαρξης. Κι απ` αυτό το εμβρυικό, αρχικό στάδιο, επιβεβαίωσης είναι πολλές φορές που αντλείς δύναμη να συνεχίσεις εκείνες τις μαύρες στιγμές που νιώθεις πως δεν έχει πια κανένα νόημα να προχωράς. Αυτές οι στιγμές, αυτές οι μοναδικές υπενθυμίσεις της κοινωνικής φλυαρίας σώζουν, σε σώζουν. Ίσως γι` αυτό την τιμάς – την άσκοπη φλυαρία του μικρού σου τόπου- σαν θησαυρό. Γιατί αυτή η θηλιά που σου πιέζει τον λαιμό, αυτή η ίδια που σου έχει κλέψει πολλές φορές το οξυγόνο, αυτή σου το δίνει πίσω απλόχερα, με βαμβακένια χάρη όταν περισσότερο το έχεις ανάγκη.
Και ξέρεις, αυτό δεν θα μπορούσε να συμβεί αλλού, παρά μόνο στον μικρό σου τόπο, εκεί όπου θέλεις τόσο να κρυφτείς στην σιωπή αλλά προσχωρείς στην ανόητη φλυαρία των συχνών συναπαντημάτων για να κρατήσεις το νήμα δεμένο, να μην κόψεις εσύ την ραφή της κοινωνικής μπλούζας που αγκαλιάζει όλα τα σώματα αδιακρίτως, έστω και αδιάκριτα. Μα και πάλι η αδιακρισία καμιά φορά αυτό είναι. Ο κοινωνικός πρωτογονισμός που σου λέει άγαρμπα ναι, αλλά καταφανώς καταφατικά «σε νοιάζομαι ρε βλάκα, σε νοιάζομαι».