Λογοτεχνικό Εργαστήρι

ΠΕΡΠΑΤΩ ΕΙΣ ΤΟΝ ΤΟΠΟ ( Της Έλενας Χουσνή ) επεισόδιο 6ο

Αυτούς τους διασωθέντες πόσο τους αγαπώ...

Κι είναι φορές που η ασφυξία που γεννούν οι μικροί τόποι, κόμπος σφιχτός που σου σφίγγει το στήθος, δεν υποχωρεί με τίποτε. Λιγοστεύει το οξυγόνο από την επαναληπτικότητα μιας ρουτίνας αδιατάρακτης, ζοφερής, απολιθωμένης. Κοιτάς γύρω σου και μοιάζει όλα να χάνονται στην κινούμενη άμμο του εφήμερου. Του εφήμερου που, ωστόσο, δεν έχει αναζητήσει το νόημά του, μα απλώς μουρμουρίζει τις επιταγές της ρέουσας μόδας. Και τότε οι άνθρωποι καρμπόν, τόσο ίδιοι μεταξύ τους, τόσο ίδιοι με άλλους ίδιους από άλλες γεωγραφικές επικράτειες από άλλες διανοητικές τεκτονικές χώρες. Ίδιες οι σκέψεις, οι κουβέντες, οι αναζητήσεις. Αν υπάρχουν. Ίδια μαλλιά, χέρια, πόδια, νύχια, αυτιά, καλωσορίσματα και αντίο. Ίδια ποτά στα τραπέζια, τσιγάρα στα τασάκια, ποδήλατα στους δρόμους κι αυτοκίνητα. Ίδια λουλούδια στο γκαζόν που σαν γνήσιος ξενομπάτης, παρασιτεί πια στην θέση κάθε αυλής, εκεί που άλλοτε ήταν πλακόστρωτα και τενεκέδες ζωγραφισμένοι. Ίδια προφίλ στο facebook και memes που επαναλαμβάνονται την στιγμή που κάποιοι επιτήδειοι των μέσων meta-δικτύωσης τα παρουσιάζουν ως δικό τους εύρημα. Και σίγουρα ίδιο το περπάτημα με τα παντελόνια στο μάκρος που η κάθε χρονιά απαιτεί ή που κάθε εποχή επιτρέπει.

Αυτές τις ώρες, κατά βάση χειμερινές, γιατί τότε ο απομονωτισμός υπερτονίζει την απέχθεια του ενός για τον άλλον αντί να γεννά περισσότερη τρυφεράδα μεταξύ μας, όλοι αντιπαθούμε όλους. Κυρίως τους εαυτούς μας, που ζουν αναμένοντας αυτό το καλοκαίρι, κι έπειτα το επόμενο και το επόμενο, λες κι αρκούν οι τρεις μήνες για την ισόβιο κάθειρξη τόσων χειμώνων. Κι αντί να εξωραΐζουμε τον χειμώνα, εξιδανικεύουμε το καλοκαίρι. Ανάμεσά τους, άνοιξη και φθινόπωρο, εποχές ανακωχής και παύσης εχθροπραξιών.

Το ψυχογράφημα των μικρών τόπων, και της μικρής μου πόλης επομένως, είναι γεμάτο αντιφάσεις και ακρότητες. Ακροπατεί στον γκρεμό του αποκλεισμού κι έπειτα χορεύει αμέριμνο σ`ολάνθιστα λιβάδια. Στο μεταξύ τους, θρέφεται η κατηγόρια και ο φθόνος. Στο επέκεινα, οι ευχές αυτή η κατάσταση ν` αλλάξει είναι το μόνο στον οποίο όλοι, κάποτε, μοιάζουν να συμφωνούν μα κανείς δεν κάνει τίποτε. Αυτή είναι η συμφωνία. Ο μικρός μου τόπος τρέφεται από τις σάρκες του, και παράγει υβριδικό κρέας από τα υπολείμματά τους. Φτιαγμένο από ευχές και κατάρες, το ακατάλυτο δίδυμο μιας ολάκερης χώρας που δεν εκδήλωσε με σαφήνεια ποτέ την προτίμησή της σε μία από τις δύο. Την ευχή ή την κατάρα. Που βάζει την μία δίπλα στην άλλη, να περπατούν χέρι – χέρι. Το ποια θα πρωταγωνιστήσει μοιάζει να εξαρτάται περισσότερο από την διάθεση της στιγμής παρά από μια απόφαση θεμελιωμένη στον ορθό λόγο, στην ορθή σκέψη. Αυτή είναι και η ιστορία της χώρας του μικρού μου τόπου. Η ιστορία της ευχής που έγινε κατάρα, και της κατάρας που γέννησε ευχές.

Στα διάκενα αυτής της μάχης, ο νικητής είναι η νοοτροπία των χαμηλών προσδοκιών αφού ο τόπος είναι μικρός και τα μαθηματικά δεν τον ευνοούν. Αφού η στατιστική δεν επιτρέπει μεγάλες εξαιρέσεις σε μικρούς κανόνες και άρα σπουδαίους ανθρώπους σε μικρούς τόπους. Κι έτσι οι εξαιρέσεις μόνο καχυποψία προξενούν ή ίσως ενεργοποιούν τα προαιώνια αντανακλαστικά του πετροβολήματος με τους αμαρτωλούς πρώτους στην γραμμή βολής, σαν έτοιμους από καιρό, σαν έτοιμους από… πάντα.

Οι χαμηλές προσδοκίες μεταφέρονται από γενιά σε γενιά με την νουνεχή συμβουλή να μεταμορφώνονται σε υψηλές αμέσως μόλις αλλάξει ο τόπος κατοικίας. Στην μικρή μας πόλη κανείς δεν στοχεύει ψηλά, κι ας είναι ο ουρανός καθαρός και ξάστερος. Τα μεγαλεπήβολα σχέδια θέλουν δηλητηριασμένους ουρανούς για να ευοδωθούν, θέλουν καυσαέριο για να αναπνεύσουν. Το αταβιστικό αποτύπωμα τούτης της πεποίθησης κατατρέχει γενιές και γενιές, μόνον όμως αυτές που συνεχίζουν να σχεδιάζουν στον τόπο τους. Όσες φεύγουν, ξεφεύγουν, ευτυχώς από την μέγγενη της χαμηλής προσδοκίας άρα και της ήσσονος προσπάθειας. Εκείνοι που επιστρέφουν είναι τελικά οι … διασωθέντες.

Όσοι τόλμησαν, όσοι δεν πίστεψαν στον χαμηλό πήχη, όσοι εξακολουθούν να αγαπούν τους ξάστερους ουρανούς και γράψουν με το δάχτυλο στα σύννεφα, πατώντας όμως στη γη. Η φυλή των διασωθέντων ξεχωρίζει στις μικρές πόλεις. Φτιάχνει τους δικούς της μαχαλάδες να στεγαστεί, αναγνωρίζει τα μέλη της πριν καν συστηθεί μαζί τους, ακροπατεί στον γκρεμό χωρίς να ζαλίζεται, τρέχει στα ολάνθιστα λιβάδια εκτιμώντας την ομορφιά τους, αποφεύγει την κατάρα, επενδύει στην ευχή, μα όχι εκείνη της συνήθειας. Την άλλη, της δράσης. Δεν εύχεται απλώς. Προχωρά. Οι διασωθέντες, έχουν τον αριθμό τους χαραγμένο στο χέρι για να τους αναγνωρίζουν. Δεν προχωρούν σε στίχους, σε ανθρώπινες γραμμές που οδηγούν στον όλεθρο. Δεν έχουν το βηματισμό της χήνας, δεν ακολουθούν παρά την εσωτερική επιταγή που δεν αγαπά τα φασόν ή έστω φτιάχνει τα δικά της. Όχι τα υλικά δεν αλλάζουν. Αίμα και οστά κινούν το ανθρώπινο βήμα. Μόνο που οι διασωθέντες ξέρουν πώς το κάθε σώμα έχει τον δικό του βηματισμό. Κι όταν παρασύρεται από την αγέλη, ξέρει να σταματά πριν την συντριβή και να συντρίβεται από την ανοησία του. Αυτή που όταν την παραδεχτείς, μπορείς να ξεκινήσεις πάλι. Αυτούς τους διασωθέντες πόσο τους αγαπώ….

©2025 Idyli. All Rights Reserved. Powered by New Age IT