Οι διαδρομές στις μικρές πόλεις έχουν τους ενοίκους τους. Οι επισκέπτες προκαλούν πάντα προσοχή και ενδιαφέρον. Περπατώ τις δικές μου διαδρομές με την επαναληπτικότητα της παλιάς γνωριμίας.
Προσπαθώ να ανακαλύπτω ξανά και ξανά την ομορφιά στις ίδιες γωνιές, στα ίδια κλειστά σπίτια, άλλοτε κλειστά για το χειμώνα κι άλλοτε για πάντα, στις ίδιες στροφές όπου ο καθρέφτης είναι αιώνια σπασμένος από ένα φορτηγό που κάποτε πέρασε αλλά κανείς δεν θυμάται να πει πότε έγινε αυτό και γιατί κανείς δεν τους φτιάχνει.
Συνηθίζει το μάτι την ομορφιά και γίνεται αδιάφορο σαν τον παλιό εραστή που δεν βρίσκει πια γωνιά να ανακαλύψει στο γυμνό κορμί της γυναίκας. Ο πιο μεγάλος κίνδυνος αυτός είναι. Να μην βλέπεις την ομορφιά που σε καλεί. Να θεωρείς τα θέλγητρά της μια συνθήκη απρόσβλητη από τον χρόνο, τον καιρό, ακόμα - ακόμα και την αισθητική σου που αλλάζει καθώς μεγαλώνεις. Γίνεται αφαιρετική για να καταλήξει πιο στέρεη, στεριωμένη στα μικρά, χάνοντας ίσως την μεγάλη εικόνα, αποφεύγοντας την μεγάλη εικόνα, γιατί χόρτασες μεγαλώνοντας από μεγάλες εικόνες, πια τα θραύσματα είναι που αγαπάς.
Στους διαβατάρηδες των δρόμων δεν αρέσουν οι εκπλήξεις. Ούτε τα νέα πρόσωπα, οι νέοι ένοικοι των δρόμων τους. Κάπως συνηθίζεις να νιώθεις πως είναι δικοί σου οι δρόμοι που περπατάς συχνά και μια τσιγγουνιά δεν σου επιτρέπει να τους μοιράζεσαι. Πιάνω των εαυτό μου δύσθυμο κάθε που απαντιέμαι με κάποιον που δεν ξέρω, που δεν συχνάζει στα εδώ «χωράφια» μας. Κι όμως η απουσία των τακτικών διαβατών μ` ανησυχεί, με θλίβει όταν για καιρό χάνονται από τα τυχαία και προβλέψιμα ραντεβού μας, πάντα τις ίδιες ώρες, στις ίδιες στροφές. Να είναι μια αίσθηση ιδιοκτησίας πάνω σε ό,τι δεν σου ανήκει αυτή η δυσθυμία; Δεν ξέρω μα εξακολουθώ να μην θέλω νέα πρόσωπα στους δρόμους μου. Αυτούς που περπατώ. Σ` αυτούς που ζω δεν γίνεται ν` αποφασίσω μόνη μου.