Μπαρκάριζαν μούλεγε απ' τα Αυλάκια με καΐκια και φελούκες.
Ισα που θυμάμαι τις ιστορίες του, κείνες τις ατέλειωτες νύχτες του χειμώνα.
Στον φορτωμένο με κλάρες κι' αγριόξυλα τζάκι μπροστά, σαν έκοβε καπνό πάνω στο σωμένο και φαγωμένο απ' το αμπολιαστήρι μικρό σκαμνί του.
Άκουγα μα περισσότερο ρώταγα κι' εγώ μικρό παιδάκι.
Ιστορίες και βιώματα της ζωής του που παραμύθια τύπωσε το μικρό μυαλουδάκι μου.
Πολύ μικρός και αυτός, παλληκαράκι αμούστακο ακόμα με τροβά στον ώμο και δρεπάνι στο χέρι με άλλους Φουρνιώτες απ' τα Αυλάκια για τις ακτές απέναντι τράβαγαν.
Κατά τον μήνα θεριστή.
Παλιότεροι χωριανοί ήταν προξενητές που θα δουλέψουν.
Συστημένοι πήγαιναν σε αφεντάδες χριστιανούς, Ρωμιούς των παραλίων της Ιωνίας. Στην δούλεψή τους.
Εξασφαλισμένη η τροφή πρωτίστως και το μεροκάματο σίγουρο.
Εργάτες γης στον θέρο συνήθως. Παρέμεναν όμως και τον Αλωνάρη, υπήρχε συνεχόμενη δουλειά.
Χρόνια Ηγεμονίας, πριν το 1900.
Δεν ξέρω αν τ' Αυλάκια ήταν εμπορικό λιμάνι τότε η τόπος εύκολης και λαθραίας μετακίνησης ανθρώπων και εμπορευμάτων.
Εκστασιασμένοι από εκτάσεις και υποστατικά του ευημερούντος Ελληνικού πληθυσμού της Μ. Ασίας γύρναγαν πίσω.
Εικόνες και εμπειρίες πρωτόγνωρες, αδιανόητες για τον μικρό ορίζοντα του νησιού.
Ερχόμενοι κουβαλούσαν το στάρι της χρονιάς. Το πουγκί στην βράκα καλά φυλαγμένο, σφιχτοδεμένο στο ζωνάρι και γεμάτο γρόσια.
Λέξεις και φράσεις τούρκικες ξεστόμιζε και το βλέμμα του πάγωνε κοιτώντας την φλόγα της φωτιάς με τόνα μάτι του.
Είχε γνωστούς και φίλους απέναντι που χάθηκαν στον ξεριζωμό.
Μάλλον βρισιές έμοιαζαν που αποστήθισα ανερμήνευτες και που ακόμα θυμάμαι.
Πάνω σε καυγά για πολιτικά είχα ακούσει τόχασε το μάτι του σε ταραγμένες εποχές.
Φίλος και οπαδός των Γιαγιάδων στα νιάτα του. Στα παιδιά του τα ονόματά τους έδωσε, Γιώργος, Γιάννης και Κώστας.
Με το πρώτο κύμα μετανάστευσης στην Αμερική βρέθηκε. Είκοσι και πλέον χρόνια άφαντος απ' την οικογένεια.
Από βαμβακοφυτείες του Νότου μέχρι τις μεγαλουπόλεις του πλούσιου Βορρά σεργιάνισε.
Πάθος του ο τζόγος, δεν μπόρεσε να κρατήσει τα ασημοδόλαρα που τούδωσε η τύχη της τσόχας.
Βιώματα Οδυσσέα τα καλύτερά του χρόνια.
Όχι, δεν είχε την τύχη της Πηνελόπης η γιαγιά Χρυσάνθη, κλεισμένη σε παλάτι να υφαίνει μέρα και να ξηλώνει νύχτα το σάβανο του Λαέρτη.
Τσάπα και φκέλι στα χέρια, όλη μέρα στα χωράφια. Με λαδοφάναρο πλύστρα του νυχτοκάματου στις κοπάνες για τις κυράδες του χωριού.
Μάνα και πατέρας σε χρόνους ανέχειας, σε δύσκολους καιρούς. Και τα κατάφερε.
Άρρωστο και άφραγκο τον έστειλε πίσω στο χωριό η φιλανθρωπία γνωστών και χωριανών. Τα παιδιά του μωρά τα άφησε και άντρες τα βρήκε.
Μ' αγάπαγε, το θυμάμαι καλά.
Άχαστος στην πρέφα, παστέλια και λουκούμια τις τσέπες μου φόρτωνε.
Υπομονετικός μόνο με μένα στις απορίες μου και σκανταλιές.
Στους μεγάλους δύσκολος και αυταρχικός, ντόμπρος όμως και πέρα για πέρα αληθινός ο παππούς Αναστάσης.