Λογοτεχνικό Εργαστήρι

«Πικρά θαλασσινά» (Του Χρήστου Φούκη)

-Μούτσο τραβάχο καπιτάνιο….. ,από συνήθεια μου ΄λεγε κι' αχνογέλαγε ο Χούλιο ο σαραντάρης ναύτης ο Χιλιάνος, που ένα δόντι του ΄λειπε απ' τα πάνω μπροστινά. Τον βρήκα στο βαπόρι, μεγάλο το μπάρκο του τρίτη συνεχόμενη χρονιά.

Ψηλός, αδύνατος μάτι ελαφρά σχιστό, ίσιο κατάμαυρο μακρύ μαλλί, γένι αραιό και πάντα στο μέτωπο κορδέλα.

Γόνος λες μιας άλλης εποχής σαν κείνης των χρόνων του Πινζάρο τον έκοβαν τα μάτια μου. Ναυτοσύνη σαν τους παλιούς, άνετα και λοστρόμος. Εργατικός ξύπνιος και σβέλτος. Κόμπους, γάσες σε σχοινιά και συρματόσχοινα στα δάχτυλα. Στις μπίγιες στην αρματωσιά δεν ήθελε κουμάντο.

Ήταν καράβι με βαριά και δύσκολη κουβέρτα. Μιας άλλης ιδιοτροπίας και εποχής. Και γνώσεις πολλές και προσοχή μεγάλη. Τα αμπάρια περίπλοκα κι' αυτά, φορτία πολλά δέχονταν με κάρτεξ και μπουτόνια.

Ζόρικα, μα και χρήμα πολύ για την κουβέρτα. Όσος ο μισθός, άλλο τόσο απ' τις ώρες.

Τέσσερις παρά το πρωί, ήρθε η σκάντζα γι' αλλαγή. Πηδάλιο στο χέρι, είχαμε βρει καιρό. Ο Χούλιο απ' την τιμονιέρα ξεκόλλησε. Σκοτάδι στην γέφυρα.

Δυο μέτρα πήρε και παραπάτησε να πέσει. Δίπλα ήμουν και τον άρπαξα. Στάζαν τα χέρια του , με τρέμουλο.

Πίσω στο chart room τον τράβηξα και άναψα την μικρή λάμπα. Στο λιγοστό φως βρεγμένος λες και στο κεφάλι του, ιδρώτας πολύς, έτρεμε και ψέλλιζε. Ο Κεφαλλονίτης ο γραμματικός στην ώρα του, πίσω στους χάρτες τον φώναξα αμέσως.

Ταράχτηκε κι' αυτός σαν τον είδε έτσι και με τον βατσιμάνη στην καμπίνα υποβασταζόμενο τον πήγαν.

Παρέμεινα εγώ στην γέφυρα. Μετά από ώρα, ανέβηκε ο υποπλοίαρχος προβληματισμένος. Μου είπε πως ψηνόταν στον πυρετό και παραμιλούσε.

Του ’δωσαν ζεστά και φάρμακα απ' το φαρμακείο.

Χωρίς δισταγμό την πόρτα της καμπίνας του καπετάνιου χτύπησε. Δεν του άρεσε η εικόνα. Μίλια πολλά απ' τις ακτές της Honshu ακόμα. Ίσως και ταξίδι βδομάδας και κόντρα ο καιρός Το Kuro Siwa μπροστά μας, το ρεύμα της Τσουσίμα.

Κάθε μέρα, για μέρες και πολλές φορές όλοι κοντά του βρισκόμασταν. Νοιώθαμε πως κινδύνευε.

Ίσα στο κατάστρωμα η καμπίνα του, η πρώτη, με φιλιστρίνι στον καθρέπτη. Αυτή που πάντα οι παλιοί, οι έμπειροι ναύτες διάλεγαν για γρήγορη έξοδο. Συνήθεια πολύ παλιά στους γνώστες.

Δεν πήγαινε καλά, το ’βλεπα μέρα την μέρα. Η σούπα άθικτη, νερό με το κουτάλι.

Χλωμός σαν το κερί και μαύροι κύκλοι κάτω απ' τα μάτια. Βλέμμα χαμένο, μάτι κολλημένο στον μπουλμέ που μια παλιά ξεθωριασμένη φωτογραφία των πέντε παιδιών του στόλιζε. Αργά και κουρασμένα λιγομίλαγε, λες και την μαύρη τύχη του είχε αποδεχθεί. Παράπονο κανένα.

Ταραχή και στο πλήρωμα, μοναδική κουβέντα. Σοβιετικό πλοίο που πάντα συνόδευε γιατρός κείνα τα χρόνια, πουθενά στον ορίζοντα, έστω μια ελπίδα.

Οδηγίες από ασύρματο και αναφορές ο καπετάνιος ανέλπιδες.

Ένα πρωί με ξεραμένο αίμα πολύ στα χείλη βρήκαμε τον Χούλιο. Ήταν χτικιό τελικά. Αλλαγή πορείας για την κοντινότερη στεριά, μα κείνος έσβηνε σαν το κεράκι τώρα. Σφιχτά δεμένο στο φορείο, τυλιγμένο με καραβόπανο χοντρό σαν μουσαμά τον κατεβάσαμε σαν πλεύρισε η λάντζα της βοήθειας, λίγα μίλια απ' τις ακτές Φθόγγος βαθύς των σωθικών, πνιγμένος και βαρύς ο ύστατος χαιρετισμός του. Στα ρέλια όλο το πλήρωμα, μάτι θολό και δάκρυ.

Πίσω στην πορεία.

Μάθαμε αργότερα, δεν τα κατάφερε.

Εκεί καταμεσής του Πόντου, την πατρίδα όλων των φυλών, τον Πλάστη του συνάντησε. Δεν πρόλαβε στεριά.

Της πρώτης βραδιάς τα έξοδα του λιμανιού, ζήτησε ο γερο- Μαραθοκαμπίτης λοστρόμος απ' όλους μας στον πέτσινο σκούφο του μέσα.

Μαζί με την φωτογραφία και ένα λιτό λόγο συμπάθειας, στην γυναίκα του τα ταχυδρόμησα.

Στο porto la Serena της Χιλής, αν θυμάμαι καλά.

©2025 Idyli. All Rights Reserved. Powered by New Age IT