Λογοτεχνικό Εργαστήρι

Ιστορίες και βιώματα… (Του Χρήστου Φούκη)

Μπαρκάριζαν μού ΄λεγε απ' τα Αυλάκια με καΐκια και φελούκες. Ίσα που θυμάμαι τις ιστορίες του κείνες τις ατέλειωτες νύχτες του χειμώνα......

Στο φορτωμένο με αγριόξυλα τζάκι μπροστά, σαν έκοβε καπνό πάνω στο σωμένο και φαγωμένο απ' το αμπολιαστήρι μικρό σκαμνί του.

Άκουγα μα περισσότερο ρώταγα κι' εγώ μικρό παιδάκι.

Ιστορίες και βιώματα της ζωής του που παραμύθια τύπωσε το μυαλουδάκι μου.

Πολύ μικρός κι' αυτός, αμούστακος ακόμα με τροβά στον ώμο και δρεπάνι στο χέρι με άλλους Φουρνιώτες, απ’ τα Αυλάκια για τα παράλια απέναντι τράβαγαν κατά τον μήνα Θεριστή. Παλιότεροι χωριανοί ήταν προξενητές που θα δουλέψουν. Συστημένοι πήγαιναν σε αφεντάδες, Χριστιανούς Ρωμιούς των παραλίων της Ιωνίας, στην δούλεψή τους.

Εξασφαλισμένη η τροφή πρωτίστως και το μεροκάματο σίγουρο. Εργάτες γής στον θέρο κυρίως Παρέμειναν πολλοί και τον Αλωνάρη, υπήρχε συνεχόμενη δουλειά.

Χρόνια Ηγεμονίας πρίν το 1900. Δεν ξέρω αν τ' Αυλάκια ήταν εμπορικό λιμάνι ή τόπος εύκολης και λαθραίας μετακίνησης ανθρώπων και εμπορευμάτων.

Εκστασιασμένοι από εκτάσεις και υποστατικά του ευημερούντος Ελληνικού πληθυσμού της Μ. Ασίας γύρναγαν πίσω. Εικόνες και εμπειρίες αδιανόητες για τον μικρό ορίζοντα του νησιού.

Ερχόμενοι κουβαλούσαν το στάρι της χρονιάς και το πουγκί στην βράκα καλά φυλαγμένο, σφιχτοδεμένο στο ζωνάρι γεμάτο γρόσια.

Λέξεις και φράσεις τούρκικες ξεστόμιζε και το βλέμμα του πάγωνε κοιτώντας την φλόγα της φωτιάς με το ΄να μάτι του.

Είχε γνωστούς και φίλους απέναντι που χάθηκαν στο ξεριζωμό. Μάλλον βρισιές έμοιαζαν που αποστήθισα ανερμήνευτες και που ακόμα θυμάμαι.

Πάνω σε πολιτικό καυγά, είχα ακούσει, το ΄χασε το μάτι του. Φίλος και οπαδός των Γιαγιάδων στα νιάτα του. Στα παιδιά του τα ονόματά τους έδωσε, Γιώργος, Γιάννης και Κώστας.

Με το πρώτο κύμα μετανάστευσης στην Αμερική βρέθηκε. 20 και πλέον χρόνια άφαντος απ' την οικογένεια.

Από βαμβακοφυτείες του νότου, μέχρι τις μεγαλουπόλεις του πλούσιου βορρά σεργιάνισε. Πάθος του ο τζόγος, δεν μπόρεσε να κρατήσει τα ασημοδόλλαρα που τού ΄δωσε η τύχη της τσόχας.

Βιώματα Οδυσσέα τα καλύτερά του χρόνια.

Άρρωστο και άφραγκο τον έστειλε πίσω στο χωριό η φιλανθρωπία γνωστών και χωριανών. Τα παιδιά του μωρά τα άφησε και άντρες τα βρήκε.

Μ' αγάπαγε, το θυμάμαι καλά. Άχαστος στην πρέφα, παστέλια και λουκούμια τις τσέπες μου φόρτωνε. Υπομονετικός μόνο με μένα στις απορίες μου και τις σκανταλιές.

Στούς μεγάλους δύσκολος και αυταρχικός, ντόμπρος όμως και πέρα για πέρα αληθινός ο παππούς Αναστάσης.

©2025 Idyli. All Rights Reserved. Powered by New Age IT