...... Άναψα θειάφι στην καλύβα του λεπρού κι έψαξα έναν τόπο μακριά να σταθώ ν’ αγναντέψω τους καπνούς που σε λίγο θα έβγαιναν πηχτοί από το χαμηλό πορτάκι.
Ώσπου να το συλλογιστώ μπούκωσαν τα ρουθούνια μου βρώμα από το λιβάνι του διαβόλου και μου ήρθε κάτι σαν λιποθυμία. Έβαλα όλη μου τη δύναμη για να κρατηθώ όρθια , να ξορκίσω το φόβο που γδέρνει τα στήθια μου, καθώς και την αμφιβολία για το σκοπό να περάσω το υπόλοιπο της ζωής μου εδώ.
Απελπισμένη απόφαση, γεμάτη μίσος κι οργή για όσα δεν έστερξε η μοίρα να πάρουν το δρόμο το σωστό, να γλιτώσω κι εγώ απ’ τον κατατρεγμό και την πίκρα και να κρατήσω τη ψυχή μου αμόλευτη από τα φοβερά πάθη.
Απελπισμένη. Απόφαση ωστόσο.
Κάθισα σε μια πέτρα και περίμενα ν’ αραιώσουν οι καπνοί, να ξεβρομίσει ο τόπος, να σηκωθεί κι η λώβα σαν σκιάχτρο, σαν αερικό, να ξεκολλήσει από τις πέτρες και να εξατμιστεί σέρνοντας κουρέλια τις ρίζες της και το σώμα της το σάπιο.
Θυμάμαι τον λεπρό, ναι, τον θυμάμαι. Όταν ερχότανε στη Χώρα όλοι το μαθαίναμε. Τον πρόδιδαν τα κουδούνια που ήταν υποχρεωμένος να κρεμά στο λαιμό του. Ήχος φρικτός, σκέτη ανατριχίλα. Λες και καμπάνιζαν κόκαλα, λες και τσούγκριζαν μεταξύ τους κρανία…Τον πρόδινε κι ένα ψέλλισμα «ακάθαρτος, ακάθαρτος». Οι άνθρωποι έτρεχαν τότε να κρυφτούν κι ένας ψίθυρος σέρνονταν στα σοκάκια γρυλίζοντας σαν σκυλί. Φοβόταν και φοβέριζε. «Ο μεσκίνης…έρχεται πάλι ο μεσκίνης». Έπεφτε τότε τέτοιος πανικός που ο τρόμος για τους πειρατές μπροστά του ήταν απλό χτυποκάρδι. Βροντούσαν τα μάνταλα και οι αμπάρες, στρίγκλιζαν τα σιδερικά στις κλειδαριές, σφραγίζονταν τ’ ανοίγματα κι ο κόσμος κοντανάσαινε κι αγωνιούσε μη σμίξει η αναπνοή του με την ανάσα του αρρώστου, ακόμα κι έξω από τα στήθια του, πέρα μακριά, έστω και στον αέρα…Εκείνος θα το ήξερε…δεν μπορεί…Ερχόταν όμως. Τυλιγμένος σ’ ένα σάπιο αντερί, κουκουλωμένος από την κορφή ως τα πόδια, άφαντος μέσα στο ρούχο. Ερχόταν όποτε τον έζωνε η ανάγκη για ένα κομμάτι ψωμί και λίγο λάδι για ν’ αλείψει τις πληγές του. Σκαρφάλωνε ως το σπίτι του, στεκόταν μπροστά στην πόρτα, σήκωνε το κεφάλι κι αγνάντευε ώρες πολλές τ’ αμπαρωμένα παράθυρα. Στο κατώφλι τον καρτερούσαν πάντοτε το κοκκινόλαδο, τα ρούχα και το ψωμί, δεμένα σφιχτά σ’ ένα μπόγο, μα δίχως λόγο, δίχως ψυχή, δίχως σταλιά παρηγόρια. Εκείνο το κομπόδεμα δεν το άγγιζε κανείς, ακόμα κι αυτές οι γάτες και τα σκυλιά………… Δεν είχε μάνα ο λεπρός. Αν είχε, λέω, δεν θα έμοιαζε μολεμένο το μπογαλάκι του μόνο και μόνο επειδή ήταν προορισμένο για κείνον… Σαν πέρναγε η ώρα κι ούτε ανάσα δεν ακούγονταν από το σπίτι, έσκυβε και φορτώνονταν τα πράγματα, στέναζε κι έπαιρνε σκυφτός το δρόμο του γυρισμού, για τη Λωβοσπηλιά στην άκρη του Θεού, στην απομόνωση…Εδώ…Εδώ που κάθομαι τώρα δα εγώ κι αγναντεύω και περιμένω να ξεπεταχτούν τα φαντάσματα το δικό του και των άλλων λεπρών, που συναντιόντουσαν εκεί τάχατες για ν’ αλλάξουν τα πανιά από τις πληγές τους δίχως την έγνοια για το πώς θα φανέρωνε την όψη του τη φοβερή ο ένας στον άλλον...
«Για βάλε λάδι στην πληγή να δεις πως θα γλυκάνει μα ο γιατρός εις τον σεβντά τι να μπορεί να κάνει».
Τραγούδι πικρό, απόκοσμο, φθαρμένο, ψευδός ψίθυρος από κουρελιασμένα χείλη συνόδευε την αποχώρηση του άντρα από τη Χώρα. Αυτό και κάτι άλλα που κανείς δεν τόλμησε να ζυγώσει για να τ’ ακούσει καθαρά. Το παράπονο έσβηνε στον κατήφορο, χώνευε μέσα στη σκέπη του κεφαλιού και στο πανδαιμόνιο που προκαλούσαν τα οργισμένα τα κουδούνια του. Οι πόρτες και τα παράθυρα άνοιγαν πια την άλλη μέρα κι όσοι έβγαιναν βαδίζανε στα νύχια μη κι ακουμπήσουν στα μολεμένα πατήματα…