Έτσι ονόμαζε ο Χριστουγεννιάτικος Παπαδιαμάντης τους ύμνους των γιορτών, που τους έψαλλε από παιδί, στα Βυζαντινά αναλόγια του νησιού του.
Τα Χριστούγεννα, είναι η μελωδικότερη γιορτή του κόσμου. Τρείς δεκαετίες πίσω, χρονιάρες μέρες, στο Μαραθόκαμπο, μια μικτή χορωδία, με δάσκαλο τον Αντώνη Κωσταντινίδη, τραγουδούσε μεταφέροντας και στα γύρω χωριά, τη χαρά του Δωδεκαήμερου. Αργότερα με τον μουσικοδιδάσκαλο της Βυζαντινής και κοσμικής μουσικής, Γιάννη Ζαχαρίου, η χορωδία εμπλουτίστηκε με νέα μέλη, και η έδρα της μεταφέρθηκε στο Καρλόβασι. Το 2005, οργανώθηκε σε σύλλογο μουσικής και πολιτιστιστικής δημιουργίας Ηδύλη. Έκτοτε, με μαέστρο τον καθηγητή μουσικής, και χορωδιακό μας δάσκαλο, Γιώργο Κουμαραδιό, η χορωδία μας έγινε γνωστή και στο πανελλήνιο, με συμμετοχές σε φεστιβάλ, και άλλες εκδηλώσεις, εντός και εκτός της Σάμου. Το επίσημο όνομά της, Χορωδία Ηδύλη.
Στην αρχαία πόλη της Σάμου, το 3οο π. Χ. ζούσε η νεαρή ποιήτρια Ηδύλη, που αγαπούσε τη μουσική και τη λυρική ποίηση. Σε σπάραγμα αρχαίου κειμένου, έχει διασωθεί μικρό απόσπασμα από έργο της, που μιλάει για θάλασσα, για σειρήνες θρήνους και γιορτές. Αυτή η αρχαία μελωδός, μας χάρισε το όνομά της, που το τιμάμε τραγουδώντας, για να σμίξουμε τον κόσμο. Το πνεύμα και η αύρα της, μας καλωσορίζει στη αίθουσα διδασκαλίας, αναγνωρίζοντας στα τραγούδια μας αρχαίες κλίμακες, και ήχους της άρπας και του αυλού, και ρυθμούς παρθένων τυμπανιστριών απ’ τις ιερές πομπές της αρχαίας λατρείας.
Και τώρα που τραγουδάμε του Χριστού τη Γέννηση, το πνεύμα της Ηδύλης, δεν αναταράζεται. Κάτι θα είχε ακούσει για τις μαντικές γραφές της Σαμίας Σίβυλλας, γνωστής με το όνομα Φυτώ, και της άλλης μάντιδος της Σίβυλλας Ηροφίλης, που έζησε τα περισσότερα χρόνια της στη Σάμο, και μας άφησε σαφέστατες προφητείες για τη γέννηση του Χριστού , και τα πάθη Του. Κι’ εμείς, ακούγοντας τους ρυθμούς , και τις μελωδικές γραμμές της πληθώρας των τραγουδιών μας, ελληνικών και ξένων, διακρίνουμε καθαρά την επίδραση των δημοτικών μας τραγουδιών, και τη προέκταση του βυζαντινού μέλους, που αγγίζει το ζεϊμπέκικο της Ανατολής και τον ρεμπέτικο καημό των όπου γης Ελλήνων. Κι’ ακόμα μάθαμε, πως τα κλασικά Χριστουγεννιάτικα μελωδήματα της Δύσης, έχουν ρίζες στη θρησκευτική μουσική, κι’ αυτή, στην αρχαία ελληνική και στον πρώτο διδάξαντα την αρμονία και τα μουσικά μέτρα, Πυθαγόρα τον Σάμιο. Κι’ όλες οι μουσικές μας, μια γέφυρα απ’ τη γη ως τον ουρανό. Ο χώρος της Ηδύλης, είναι χώρος ζωής, που δικαιώνει την ύπαρξή μας, και την αγάπη μας για το ποιοτικό και κλασικό τραγούδι. Δίνει επίσης νόημα στη καθημερινότητα του βίου μας. Ο άνθρωπος άλλωστε πρώτα τραγουδάει, και ύστερα μιλάει. Γιατί το πρώτο του άκουσμα είναι το νανούρισμα της μάνας του, και το τελευταίο, ένα τροπάρι, απ’ τα τραγούδια του Θεού.
Η χριστουγεννιάτικη νύχτα μοιάζει μαγική. Με την υμνωδία του Κοσμά του Μελωδού, << Δεύτε είδομεν πιστοί που εγεννήθη ο Χριστός,>> κάποιοι, οδοιπορούν αξημέρωτα με το φως του Αυγινού άστρου, στους ναούς, όπου σ’ έναν περίγυρο καθαρά βιβλικό, το Θείο Βρέφος, και οι πιστοί λούζονται στο φως, και τη χαρά, της γιορτής. Το κοντάκιο του Ρωμανού του μελωδού, γραμμένο το έκτο αιώνα μέσα σ’ ένα μοναστικό κελί της Βασιλεύουσας , αναγγέλλει, πως << η Παρθένος σήμερον τον Υπερούσιον τίκτει. >> Από εδώ και κάτω, ο λόγος δεν μπορεί να μείνει γυμνός απ’ τη γοητεία που ασκεί στο Χριστουγεννιάτικο σκηνικό, η παράδοση του Παπαδιαμάντη.
Ο Αγάλλος, ένας ρέμπελος κι’ αχαϊρευτος οικογενειάρχης, βίος και πολιτεία στα μέρη του, περιπλανώμενος στις εξοχές, νυχτώθηκε. Καθώς περνούσε απ’ το παλιό μοναστηράκι της Παναγιάς της Κεχριάς, είδε ξαφνικά, << μέγα φως εντός του ναού.>> Πλησιάζοντας είδε να τελείται ολονυχτία από έναν σεβάσμιο ιερομόναχο, και πέντε μοναχούς. Όλοι τους κολλυβάδες νεοφερμένοι από ένα κυκλαδίτικο νησί , που έμεναν εκεί χρόνια ασκητεύοντες. Ο Αγάλλος, μπαίνοντας στην εκκλησιά, γοητεύτηκε απ’ την ταπεινή ακολουθία των μοναχών, κι’ ενώ έπρεπε να επιστρέψει στο σπίτι του που τον περίμεναν, κι’ ανησυχούσαν, εκείνος, έλεγε από μέσα του.<< Ας καθίσω ακόμα λίγο, και πάλιν ακόμα λίγο. Διότι το τρυφερόν και σεμνόν της ψαλμωδίας, τον έτερπε, κι’ αισθανόταν, ότι επήγε ζωντανός εις τον Παράδεισον. >>
Η σχέση με τον γεννημένο Χριστό και την Παναγία μητέρα Του μέσα στο θάλπος της Χριστουγεννιάτικης λειτουργίας, είναι ένα βίωμα εκστασιακό, που δεν έχει σχέση με τη λογική και τη νοητική ανάλυση. Το μυαλό δεν κατανοεί. Ο νους αντιστέκεται. Μόνο το βάθος της καρδιάς θρησκεύεται. Εκεί μέσα βρίσκεται η φάτνη κι’ εκεί ψελλίζεται ένθερμα το Δόξα εν Υψίστοις Θεώ, και επί γης Ειρήνη.
Το νόημα των Χριστουγένων, περιπλέκεται μέσα στον συναισθηματικό διάκοσμο της εμπορικής και καταναλωτικής ατμόσφαιρας, που είναι η πραγματικότητά μας. Περιπλέκεται και μέσα στη σύγχρονη φτώχια, στο δράμα της προσφυγιάς, και στο λαχανιασμένο πολιτισμό της ατομοκεντρικής ευημερίας. Η γιορταστική ωραιολογία χλωμαίνει στην αφήγηση των δεινών και της αδιέξοδης ζωής. Γι’ αυτό και κάθε γιορτή , κρέμεται απ’ το κλαδί της χαρμολύπης. Μ’ αυτή πορεύτηκε αιώνες τώρα η ελληνική μας μοίρα. Ακόμα και τα χριστουγεννιάτικα κάλαντα νοηματοδοτούν τη λέξη χαρμολύπη. Γιατί μέσα στις ευχές τους, ελλοχεύει ο φόβος της έλλειψης. Της όποιας στέρησης, και της όποιας συμφοράς. Ας τελειώσουμε έτσι. Καλαντρίζοντας και ξορκίζοντας το κακό, χορωδιακά, συλλογικά, αγωνιστικά κι’ ελπιδοφόρα.
Αποσπάσματα Σαμιακών καλάνδων, Καλήν ημέρα άρχοντες, κι’ αν είναι ορισμός σας, Χριστού την Θείαν Γέννησιν να πω στ’ αρχοντικό σας./ Όπ’ εγεννήθη ο Χριστός, στη γη επεριπάτει, κι’ εκεί που περιπάτησε χρυσό δενδρί εβγήκε./ Και κάτω εις τη ρίζα του, γράμμά τανε γραμμένο./ Παπάδες τ’ αναγνώνουνε, διάκοι καλαναρχούσαν, και τα μικρά διακόπουλα λέγαν το Κύρι’ ελέησον……
Κόρην αν έχετ’ όμορφη, φέρτε να μας κεράσει, να τη φκηστούμε όλοι μας, ν’ ασπρίσει να γεράσει./ Αν εχοιροσφαήσατε, δόστε και μας λιγάκι, για πλάτη, για λουκάνικα, γι’ απ’ το μερί κομμάτι.
Και εις έτη πολλά.