Λογοτεχνικό Εργαστήρι

"Απόδραση!" (μικρές ιστορίες - του Χρήστου Φούκη)

Τι κι' άν γκρίνιαζα και μουτσόκλαιγα για μέρες όταν τόμαθα. Η κυρά- Δημητρούλα ανένδοτη κι' είχε ατράνταχτο λόγο για αυτό.

- Όσοι πήγαν πέρσι στην κατασκήνωση γύρισαν με κάτι μάγουλα νά! Έλεγε.

Ο πατέρας μου ουδέτερος, κατά βάθος δεν τόθελε και κείνος για δικούς του λόγους. Ποιος θα τούφερνε κρύο νερό στο σταμνί απ' την βρύση του Αι- Θανασιού και τσιγάρα απ' της Φλωρούς.

Εγώ πάλι ονειρευόμουν ν' αρχίσουν οι διακοπές να ξαμοληθώ για τζιτζιρομάνες, οι κεφαλάδες πάλι θάχαν αποκτήσει πόδια στις στέρνες, μικρά βατραχάκια πλέον και θα κατέληγαν στο κονσερβοκούτι μου σαν πήγαινα να φέρω τις βέργες που μούλιαζαν για μέρες εκεί πρίν γίνουν κοφίνια απ' τα χέρια του πατέρα μου.

Ένα απόγευμα λοιπόν βρέθηκα καθισμένος αναπαυτικά στο μπροστινό κάθισμα του ΑΓΟΡΑΙΟΝ του Χριστοφή μαζί με άλλους πεντ- έξι κι' απολάμβανα την διαδρομή Υδρούσσα - Καρλόβασι- Αι- Λιάς.

Φτάσαμε πριν την δύση και ταχτοποιηθήκαμε στους θαλάμους. Πρώτη απογοήτευση, για βραδινό φασολάκια φρέσκα κοκκινιστά ( ακόμα ούτε να τα μυρίσω). Το βράδυ σαν πείνασα άνοιξα την χαρτοσακούλα με τα χύμα μπισκότα, εφόδια απ' το σπίτι. Ένα πρόλαβα και πήρα τα άλλα κατέληξαν σε στομάχια αλλονών. Στις διαμαρτυρίες μου έφαγα και μερικές σφαλιάρες!

Σαν ξύπνησα το πρωί κομοδίνο και βαλιτσάκι λεηλατημένα, πάνε τ' αφράτα στραγάλια, σαπούνια γιόκ μέχρι και οι λαστιχένιες παντόφλες είχαν κάνει φτερά.

Δράστης συνήθως ο Σπανο...Κώστας που μπαινόβγαινε στην κατασκήνωση. Κούρσευε και τρομοκρατούσε. Tο καλύβι του απέναντι ήταν.

Με πήρε το παράπονο και η απόφαση μία. Να φύγω.

Ο Νίκος η σωτηρία μου, είχε την λύση και το σχέδιο, το συζητάγαμε συνωμοτικά όλο το πρωί. Φάγαμε βιαστικά για μεσημέρι, ψάρι πλακί είχαμε και δρόμο. Ο Νίκος μου πέταξε το βαλιτσάκι απ' το παράθυρο και γώ δέκα μέτρα απ' την περίφραξη και την λευτεριά μου! Σήκωσα την σήτα και βρέθηκα έξω. Ανηφορίζοντας προς τον αμαξωτό δρόμο φάνηκαν στο βάθος τα σπίτια της Υδρούσσας. Φτερά στα πόδια μέχρι να φτάσω στο ρέμα από πεζούλα σε πεζούλα, δεν τάξερα τα μονοπάτια στα μέρη εκείνα.

Στο ποτάμι όμως γνώριμο το τοπίο, εκεί ακριβώς το κτήμα μας οι δυό στέρνες, οι κερασιές φορτωμένες, κορόμηλα, μπουρνέλες παράδεισος , γέμισε η κοιλιά. Πότισα το περβόλι και μετά ψάρεμα στα βοθάνια. Πέρασε χωρίς να το καταλάβω η ώρα και σφυρίχτρες ακούγονταν παντού. Να δεις που ο Σπαρής θάφερε καινούριες σκεφτόμουν, θα προλάβω να πάρω κι' εγώ; η έγνοια μου. Πού να πάει το μυαλό μου σε χωροφύλακες και αγροφύλακες που όργωναν τρείς περιφέρειες να με βρουν.

Νάτος- νάτος φώναζε το τσούρμο μόλις με αντίκρισε στ' Αντριά τα σαμάρια. Μικροί - μεγάλοι κι' ο Αυγουστής ο αγροφύλακας μαζί με τον συνάδελφό του τον Μπασδέκη απ' τα Κονταίικα.

Σάστισα, μα όταν είδα την μάνα μου να προπορεύεται με την βέργα στο χέρι κατάλαβα τα μελλούμενα. Πέταξα το βαλιτσάκι και τροχάδην μεταβολή στην κατηφόρα. Με πρόλαβε ο πατέρας μου και με πήρε αγκαλιά.

Οχτώ χρονών σπόρος ήμουνα!

©2025 Idyli. All Rights Reserved. Powered by New Age IT