Το τέλος της μικρής μας πόλης;
Πότε πεθαίνουν οι πόλεις; Πώς πεθαίνουν οι πόλεις; Πεθαίνουν οι πόλεις;
Η δική μας χτυπήθηκε βαριά μα όχι από τα σωθικά της που ανακατεύονταν για καιρό. Χτυπήθηκε από τα σωθικά της γης, συθέμελα, συντριπτικά. Γκρεμίστηκαν όνειρα και βεβαιότητες εκείνο το μεσημέρι. Κατεδαφίστηκε η αλαζονεία της εφήμερης ησυχίας. Ακόμη περισσότερο η αυταπάτη του μέλλοντος σχεδιασμού. Η γη που τρέμει κάτω από τα πόδια σου όταν παύει να είναι λεκτικό σχήμα, ή ψυχοτρόπα παρομοίωση, είναι η πιο οδυνηρή βίωση του χρόνου. Του χρόνου που ακινητεί στο εκκωφαντικό τράνταγμα των τεκτονικών σωθικών, του χρόνου που ακινητεί σε ένα τρομακτικό τώρα, του χρόνου που μετρά στο μυαλό σου στιγμές ανείπωτης καταστροφής και αγωνίας. Η γη που παύει να τρέμει μετά από το εκκωφαντικό τραμπάλισμα κάτω από τα πόδια σου είναι η πιο τρομακτική γη. Γιατί μέσα σε.. πόσα; μέσα σε 35 δευτερόλεπτα έχει πάψει να είναι φιλόξενη, έχει πάψει να είναι παρήγορη, έχει πάψει ακόμα-ακόμα να είναι γερασμένη. Ξαναγεννιέται και σου το μαρτυρά με τον πιο επαχθή τρόπο.
Κι έπειτα; Η μικρή πόλη πιο αργά από ποτέ μαθαίνει να κοιτάζει τον εαυτό της με άλλο μάτι, ξανασυστήνεται με τους δρόμους που θα μπορούσαν – ήταν άλλωστε στα όρια του στατιστικού γεωτεκτονικού λάθους- να έχουν αποκοπεί, να έχουν χωρίσει τις γειτονιές την μία από την άλλη.
Σε κάποιες περιπτώσεις το έχουν κάνει. Εκεί που τα χαλάσματα φτιάχνουν στρώσεις από παλαιωμένα μπάζα πάνω στο διάβα τον ανθρώπων. Εκεί που τα παλιά σπίτια έπαψαν να περιμένουν τους ενοίκους τους και κατάκοπα σωριάστηκαν, ίσα να δυσκολέψουν την ζωή των νέων ενοίκων, στις νέες γειτονιές, σ` αυτές που δεν γέμισαν με μπάζα τους δρόμους αλλά τις ψυχές.
Η μικρή μας πόλη, ζαλισμένη και τραυματισμένη αναρωτιέται αν ήρθε το τέλος της. Το τέλος της ζωής σε αυτήν όπως την ξέραμε. Πάντα συμβαίνει αυτό στις μεγάλες καταστροφές. Πάντα συμβαίνει αυτό στις δύσκολες στροφές του χρόνου. Κρατάει πολύ. Κρατάει ίσως μέρες, μήνες, ποτέ χρόνια. Το ένστικτο επιβίωσης μπορεί να νικήσει τον χρόνο όταν έχει τέτοια συλλογικότητα, όταν είναι πάνδημο. Στις ατομικές χορευτικές φιγούρες δεν τα καταφέρνει τόσο καλά, μα στους χορούς της κοινότητας τα πάει περίφημα. Κι όταν η πόλη αποφασίσει πάνδημα, πως θέλει να ζήσει, ΘΑ ΖΗΣΕΙ.
Η μικρή μας πόλη έχει χορέψει στα ρίχτερ των καιρών πολλές φορές. Σχεδόν κάθε χρόνο, τα τελευταία χρόνια, μια συστοιχία πόνου κάθεται στις ακτές και στα ηπειρωτικά της. Άλλοτε κλείνοντας τις αγορές, άλλοτε ξεβράζοντας ανθρώπους, άλλοτε βάζοντας μάσκες στους κατοίκους, το χειρότερο θάβοντας παιδιά και νέους. Ήρθαν πολλά. Ήρθαν πολλά κακά μαντάτα στον μικρό μου τόπο. Μαύρα πανιά δέθηκαν πολλές φορές στο καράβι της επιστροφής στην ζωή, αρμενίζοντας τον θάνατο. Περισσότερο θάνατο απ` ότι μας αναλογεί. Περισσότερο θάνατο απ` όσο αντέχει η θάλασσα γύρω μας, και η στεριά που τρέμει κάτω από τα πόδια μας.
Όταν η θάλασσα έχει φουρτούνα και η γη τρέμει που να πας; Που να βρεις απάγκιο; Στην μικρή μας πόλη αυτό συμβαίνει. Καιρό τώρα. Οι άνθρωποι εγκλωβισμένοι στον πόνο της καταστροφής, όλο και σκαρφαλώνουν , όλο και βγαίνουν από τα ερείπια, όλο και χτίζουν νέα σπίτια, νέα όνειρα, νέα βήματα, όλο και διώχνουν μπάζα από τους δρόμους, την σκέψη, την κακόπαθη ψυχή τους.΄ Όλο και καταριούνται όσους δεν τους βοηθούν μα και όσους βοηθούν πολύ. Όλο και παραιτούνται πριν αρχίσει η προσπάθεια. Όλο και βλαστημούν ξεχνώντας τις ευχές τους. Όλο και αποφεύγουν ο ένας τον άλλο. Όλο και δεν χωνεύουν τα σωθικά τους. Μα έτσι γίνεται στις μικρές πόλεις. Μέχρι ν` αγαπηθούμε ξανά, για κάποιο λόγο που δεν είναι ίσως και τόσο προφανής και αυτονόητος, πάντως θα προκύψει την κρίσιμη στιγμή και το τέλος της μικρής μας πόλης θα αναβληθεί επ` αόριστον αλλά όχι οριστικά και αμετάκλητα. Και τα μπάζα συνεχίζουν να χορεύουν….